Μετά το περίφημο «μαζί τα φάγαμε», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Θ. Πάγκαλος επανήλθε χθες (στον Βήμα 99,5 και τον Παύλο Τσίμα), για να υποστηρίξει ότι και «μαζί τα πληρώσαμε»! Φυσικά, ούτε μαζί τα φάγαμε, ούτε μαζί τα πληρώσαμε. Τα έφαγαν μόνοι τους και τα πληρώσαμε μόνοι μας.
Κατ’ αρχήν ο κ. αντιπρόεδρος προσπάθησε να πείσει ότι το τεράστιο δημόσιο χρέος δεν είναι δα και τίποτε το σπουδαίο, υπάρχει από την εποχή της παλιγγενεσίας και μεταβιβάζεται (συνεχώς διογκούμενο) από γενιά σε γενιά και από αιώνα σε αιώνα.
Δεν βρίσκει τίποτε το περίεργο σε αυτή την άθλια κατάσταση, δεν χρειάζεται κατά την γνώμη του να αναζητήσουμε ενόχους, πρέπει, είπε, να έχουμε αίσθηση της διάρκειας του δημόσιου χρέους, η οποία είναι – πάντα κατά την γνώμη του – αντικείμενο διαχείρισης και αυτά τα πράγματα τα γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις επιχειρήσεις και την αγορά.
Ώστε έτσι; Δεν είναι το τεράστιο χρέος των 350 δις ευρώ (συν αυτά που δανειστήκαμε από τον περίφημο «μηχανισμό στήριξης») μια καραμπινάτη εθνική προδοσία, με υπευθύνους όλους όσοι μεσουράνησαν στην πολιτική ζωή της χώρας, υποσχόμενοι συνεχώς «καλύτερες ημέρες»;
Και ο κάθε ένας επιχειρηματίας ή έμπορος μπορεί να διογκώνει τα χρέη του χωρίς καμιά συνέπεια; Δεν θα χρεοκοπήσει ποτέ; Δεν θα του πάρουν οι δανειστές του ό,τι έχει και δεν έχει; Είναι ένα απλό θέμα διαχείρισης; Μα αν είναι έτσι, τότε γιατί υφιστάμεθα τα πάνδεινα;
Ερχόμαστε τώρα στο «μαζί τα πληρώσαμε». Αναφέρθηκε ο κ. Πάγκαλος και στα δάνεια που ζήτησε ο Μιαούλης για τα τρία πλοία, από τα οποία έφτασε το ένα, που, όπως είπε, «το αποπλήρωσα εγώ το 1983 και ήταν δάνεια του 1832, το αποπλήρωσα εγώ 150 χρόνια μετά».
Κυνισμός τύπου Μαρίας Αντουανέτας: Όπως τα πρώτα δάνεια τα πληρώσαμε μετά από 150 χρόνια, δεν τρέχει τίποτε, σε άλλα 150 χρόνια θα πληρώσουν οι επόμενοι τα σημερινά. Και ούτε γάτα, ούτε ζημιά!
Και επιτέλους, το 1983 μαζί τα πληρώσαμε; Από τα λεφτά του πλήρωσε κάτι υπόλοιπα από εκείνες τις παλιές ομολογίες ο κ. Πάγκαλος; Από την κληρονομιά της θείας του; Δεν τα πλήρωσε από τα λεφτά Όχι, κ. Πάγκαλε. Ούτε μαζί τα φάγαμε, ούτε μαζί τα πληρώσαμε. Τα λεφτά τα έφαγε με τα σκάνδαλα, τις μίζες και τις απευθείας αναθέσεις αυτή η αποτυχημένη ελίτ που μας κυβερνά – πράγματι μετά την Παλιγγενεσία. Στον λαό απλώς έριχνε κανένα κόκαλο – διορισμού, επιδομάτων, κοινωνικού τουρισμού – κρατώντας για τον εαυτό της όλο το ψητό.
Κι’ αν πάλι κ. Πάγκαλε δεν σας αρέσουν αυτά που τώρα καταγγέλλετε – τα ρουσφέτια, τις διαπλοκές στα δημοτικά ψηφοδέλτια και την εκτεταμένη διαφθορά σε πολεοδομίες και εφορίες – πώς τα ανέχεστε στη διάρκεια τριάντα χρόνων πολιτικής θητείας και δεν φτάσατε στο σημείο ποτέ να πείτε «ε, άι σιχτίρ, δεν μπορώ να διορθώσω τίποτε, παίρνω το καπέλο μου και πάω στο οινοποιείο μου»;
Επίσης: Ούτε πληρώσαμε ποτέ κάτι μαζί με την αποτυχημένη ελίτ, της οποίας επίλεκτο μέλος είναι εδώ και τριάντα χρόνια και ο ίδιος ο κ. Πάγκαλος. Ο ίδιος και οι όμοιοί του απλώς παίρνουν τους μισθούς τους επί δεκαετίες (και από τους φόρους του ελληνικού λαού) διογκώνοντας τα χρέη που μετά υποχρεώνουν τον ελληνικό λαό να τα πληρώνει. Οι ίδιοι δεν έχουν πληρώσει ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΑ!
Η αλήθεια, η πικρή αλήθεια είναι πως παραμένουμε δούλοι στους κλέφτες και τους τζουμπέδες. Και επειδή ο κ. Πάγκαλος έκανε αναφορά στα πρώτα δάνεια της Ελλάδας, στα οποία επίσης βλέπει απλώς ένα ζήτημα διαχείρισης, ιδού η τραγική πραγματικότητα:
Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ο Αγώνας στηρίχθηκε σ’ εκείνους που πρόσφεραν τις περιουσίες τους και στους εράνους των ομογενών. Ακολούθησε ένα εσωτερικό δάνειο 5 εκ γροσίων. Και το 1824 και 1825 η Ελλάς πήρε από την Αγγλία δύο δάνεια με εντελώς ληστρικούς όρους, μεγάλο μέρος των οποίων χάθηκε στη διαδρομή.
Το 1824 πήραμε δάνειο 800.000 λιρών Αγγλίας και από αυτά έφθασαν τελικά στην Ελλάδα τα 308.000. Τα υπόλοιπα χάθηκαν στην διαδρομή, δηλαδή στις προμήθειες αυτών που τα υπέγραψαν.
Το 1825 το δάνειο ήταν 2 εκ λίρες και έφθασαν 1,1 εκ. Το χειρότερο: Μας υποχρέωσαν και αυτά τα χρήματα να τους τα επιστρέψουμε με την παραγγελία και πληρωμή πέντε πλοίων.
Από αυτά, στην Ελλάδα έφθασαν μόνο τα δύο και μάλιστα με καθυστέρηση (το 1827) και με αποτέλεσμα να χαθεί το Μεσολόγγι, αφού προορίζονταν για τον ανεφοδιασμό του. Αγοράσαμε και από τις ΗΠΑ δύο πλοία, αλλά επίσης ήλθε μόνο το ένα.
Την περίοδο 1823 – 1832 δανειστήκαμε 72 εκ χρυσά φράγκα. Από αυτά, τα 48 δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα, διότι «ξέμειναν» στο Λονδίνο ως αμοιβές και προμήθειες.
Τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα την περίοδο 1830-1860 πληρώθηκαν στο τριπλάσιο λόγω των εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων. Οι ξένοι δάνειζαν τα χρήματα, αλλά παρακρατούσαν τα πολύ υψηλά τοκοχρεολύσια, οπότε το τελικό ποσό που έφθανε στην Ελλάδα ήταν τόσο μικρό, ώστε η χώρα υποχρεωνόταν σε νέο δανεισμό.
Τα ίδια έγιναν και την περίοδο 1879-1890, τα ίδια και με τα μετά το 1918 δάνεια για την κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών.
Δυο αιώνες μετά, δεν άλλαξε τίποτε. Όπως πληρώσαμε τα πλοία που δεν παραλάβαμε, έτσι παραγγείλαμε και προπληρώσαμε το σύστημα ασφαλείας C4I, αλλά δεν λειτούργησε ποτέ – και πάντως όχι κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες για τους οποίους υποτίθεται ότι το αγοράσαμε.
Κατ’ αρχήν ο κ. αντιπρόεδρος προσπάθησε να πείσει ότι το τεράστιο δημόσιο χρέος δεν είναι δα και τίποτε το σπουδαίο, υπάρχει από την εποχή της παλιγγενεσίας και μεταβιβάζεται (συνεχώς διογκούμενο) από γενιά σε γενιά και από αιώνα σε αιώνα.
Δεν βρίσκει τίποτε το περίεργο σε αυτή την άθλια κατάσταση, δεν χρειάζεται κατά την γνώμη του να αναζητήσουμε ενόχους, πρέπει, είπε, να έχουμε αίσθηση της διάρκειας του δημόσιου χρέους, η οποία είναι – πάντα κατά την γνώμη του – αντικείμενο διαχείρισης και αυτά τα πράγματα τα γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις επιχειρήσεις και την αγορά.
Ώστε έτσι; Δεν είναι το τεράστιο χρέος των 350 δις ευρώ (συν αυτά που δανειστήκαμε από τον περίφημο «μηχανισμό στήριξης») μια καραμπινάτη εθνική προδοσία, με υπευθύνους όλους όσοι μεσουράνησαν στην πολιτική ζωή της χώρας, υποσχόμενοι συνεχώς «καλύτερες ημέρες»;
Και ο κάθε ένας επιχειρηματίας ή έμπορος μπορεί να διογκώνει τα χρέη του χωρίς καμιά συνέπεια; Δεν θα χρεοκοπήσει ποτέ; Δεν θα του πάρουν οι δανειστές του ό,τι έχει και δεν έχει; Είναι ένα απλό θέμα διαχείρισης; Μα αν είναι έτσι, τότε γιατί υφιστάμεθα τα πάνδεινα;
Ερχόμαστε τώρα στο «μαζί τα πληρώσαμε». Αναφέρθηκε ο κ. Πάγκαλος και στα δάνεια που ζήτησε ο Μιαούλης για τα τρία πλοία, από τα οποία έφτασε το ένα, που, όπως είπε, «το αποπλήρωσα εγώ το 1983 και ήταν δάνεια του 1832, το αποπλήρωσα εγώ 150 χρόνια μετά».
Κυνισμός τύπου Μαρίας Αντουανέτας: Όπως τα πρώτα δάνεια τα πληρώσαμε μετά από 150 χρόνια, δεν τρέχει τίποτε, σε άλλα 150 χρόνια θα πληρώσουν οι επόμενοι τα σημερινά. Και ούτε γάτα, ούτε ζημιά!
Και επιτέλους, το 1983 μαζί τα πληρώσαμε; Από τα λεφτά του πλήρωσε κάτι υπόλοιπα από εκείνες τις παλιές ομολογίες ο κ. Πάγκαλος; Από την κληρονομιά της θείας του; Δεν τα πλήρωσε από τα λεφτά Όχι, κ. Πάγκαλε. Ούτε μαζί τα φάγαμε, ούτε μαζί τα πληρώσαμε. Τα λεφτά τα έφαγε με τα σκάνδαλα, τις μίζες και τις απευθείας αναθέσεις αυτή η αποτυχημένη ελίτ που μας κυβερνά – πράγματι μετά την Παλιγγενεσία. Στον λαό απλώς έριχνε κανένα κόκαλο – διορισμού, επιδομάτων, κοινωνικού τουρισμού – κρατώντας για τον εαυτό της όλο το ψητό.
Κι’ αν πάλι κ. Πάγκαλε δεν σας αρέσουν αυτά που τώρα καταγγέλλετε – τα ρουσφέτια, τις διαπλοκές στα δημοτικά ψηφοδέλτια και την εκτεταμένη διαφθορά σε πολεοδομίες και εφορίες – πώς τα ανέχεστε στη διάρκεια τριάντα χρόνων πολιτικής θητείας και δεν φτάσατε στο σημείο ποτέ να πείτε «ε, άι σιχτίρ, δεν μπορώ να διορθώσω τίποτε, παίρνω το καπέλο μου και πάω στο οινοποιείο μου»;
Επίσης: Ούτε πληρώσαμε ποτέ κάτι μαζί με την αποτυχημένη ελίτ, της οποίας επίλεκτο μέλος είναι εδώ και τριάντα χρόνια και ο ίδιος ο κ. Πάγκαλος. Ο ίδιος και οι όμοιοί του απλώς παίρνουν τους μισθούς τους επί δεκαετίες (και από τους φόρους του ελληνικού λαού) διογκώνοντας τα χρέη που μετά υποχρεώνουν τον ελληνικό λαό να τα πληρώνει. Οι ίδιοι δεν έχουν πληρώσει ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΑ!
Η αλήθεια, η πικρή αλήθεια είναι πως παραμένουμε δούλοι στους κλέφτες και τους τζουμπέδες. Και επειδή ο κ. Πάγκαλος έκανε αναφορά στα πρώτα δάνεια της Ελλάδας, στα οποία επίσης βλέπει απλώς ένα ζήτημα διαχείρισης, ιδού η τραγική πραγματικότητα:
Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ο Αγώνας στηρίχθηκε σ’ εκείνους που πρόσφεραν τις περιουσίες τους και στους εράνους των ομογενών. Ακολούθησε ένα εσωτερικό δάνειο 5 εκ γροσίων. Και το 1824 και 1825 η Ελλάς πήρε από την Αγγλία δύο δάνεια με εντελώς ληστρικούς όρους, μεγάλο μέρος των οποίων χάθηκε στη διαδρομή.
Το 1824 πήραμε δάνειο 800.000 λιρών Αγγλίας και από αυτά έφθασαν τελικά στην Ελλάδα τα 308.000. Τα υπόλοιπα χάθηκαν στην διαδρομή, δηλαδή στις προμήθειες αυτών που τα υπέγραψαν.
Το 1825 το δάνειο ήταν 2 εκ λίρες και έφθασαν 1,1 εκ. Το χειρότερο: Μας υποχρέωσαν και αυτά τα χρήματα να τους τα επιστρέψουμε με την παραγγελία και πληρωμή πέντε πλοίων.
Από αυτά, στην Ελλάδα έφθασαν μόνο τα δύο και μάλιστα με καθυστέρηση (το 1827) και με αποτέλεσμα να χαθεί το Μεσολόγγι, αφού προορίζονταν για τον ανεφοδιασμό του. Αγοράσαμε και από τις ΗΠΑ δύο πλοία, αλλά επίσης ήλθε μόνο το ένα.
Την περίοδο 1823 – 1832 δανειστήκαμε 72 εκ χρυσά φράγκα. Από αυτά, τα 48 δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα, διότι «ξέμειναν» στο Λονδίνο ως αμοιβές και προμήθειες.
Τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα την περίοδο 1830-1860 πληρώθηκαν στο τριπλάσιο λόγω των εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων. Οι ξένοι δάνειζαν τα χρήματα, αλλά παρακρατούσαν τα πολύ υψηλά τοκοχρεολύσια, οπότε το τελικό ποσό που έφθανε στην Ελλάδα ήταν τόσο μικρό, ώστε η χώρα υποχρεωνόταν σε νέο δανεισμό.
Τα ίδια έγιναν και την περίοδο 1879-1890, τα ίδια και με τα μετά το 1918 δάνεια για την κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών.
Δυο αιώνες μετά, δεν άλλαξε τίποτε. Όπως πληρώσαμε τα πλοία που δεν παραλάβαμε, έτσι παραγγείλαμε και προπληρώσαμε το σύστημα ασφαλείας C4I, αλλά δεν λειτούργησε ποτέ – και πάντως όχι κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες για τους οποίους υποτίθεται ότι το αγοράσαμε.