Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011
Ανεργία, ελλείμματα και διαφθορά
Του Άγη Βερούτη
Η ανεργία αποτελεί μάστιγα για την κοινωνία. Πέρα από κάποιο πολύ μικρό ποσοστό, που αποτελείται από ανθρώπους που δεν έχουν τις δεξιότητες ή την πρόθεση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, η ανεργία εκφράζει την αδυναμία της οικονομίας να απορροφήσει παραγωγικά τους ικανούς προς εργασία πολίτες μιας κοινωνίας.
Το ανθρώπινο δικαίωμα στην εργασία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο(*). Οι επιπτώσεις της ανεργίας είναι καταστροφικές οικονομικά και ψυχολογικά για εκείνους τους πρόθυμους και ικανούς πολίτες που μένουν εκτός εργασίας, ενώ οι κατώτατες οικονομικές ανάγκες της ζωής τους είναι ανελαστικές σε τομείς όπως στέγαση, τροφή, υγεία και ένδυση. Η χρηστικότητα του επιδόματος ανεργίας είναι να καλύψει αυτές τις ανελαστικές ανάγκες των άνεργων πολιτών για ένα εύλογο διάστημα ώσπου να βρουν πάλι εργασία. Ευθύνη της κοινωνίας μέσω του συντεταγμένου οργάνου της, του Κράτους, είναι να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα διευκολύνουν την απορρόφηση των ανέργων από την αγορά εργασίας. Αυτό μπορεί να γίνει με την διεύρυνση της δραστηριότητας της συνολικής οικονομίας χάριν σε κρατικές ενέργειες που διευκολύνουν την ιδιωτική πρωτοβουλία και την άνθησή της, ή εναλλακτικά με την απευθείας απασχόλησή τους σε κρατικές δραστηριότητες του δημοσίου τομέα. Στην τελευταία περίπτωση, όταν το Κράτος προσλαμβάνει περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους από όσους πραγματικά χρειάζονται για τη λειτουργία του, με σκοπό να μειώσει την ανεργία, τότε ασκεί κοινωνική πολιτική. Φυσικά αυτή η κοινωνική πολιτική μέσω κρατικών προσλήψεων έχει πολλαπλάσιο κόστος από το να αποδίδει το κράτος επιδόματα ανεργίας. Αυτή η πρακτική δεν είναι κατ’ ανάγκην κακή, καθώς το κράτος βελτιώνει σημαντικά και μόνιμα τη ζωή εκείνων που προσλαμβάνει, συγκριτικά με την επιδοματική προσέγγιση. Με σωστό προγραμματισμό και αξιοποίηση ολίγων υπεράριθμων, μπορεί επίσης να αυξήσει και τις υπηρεσίες που προσφέρει τους πολίτες του, ως κάποιο βαθμό όμως που να μη ξεπερνάει τη φοροδοτική ικανότητα της κοινωνίας.
Το κακό με αυτή την πρακτική ξεκινάει όταν οι προσλήψεις κοινωνικής πολιτικής ξεπερνούν την οικονομική δυνατότητα του Κράτους να αποδίδει μισθούς, που είναι συνάρτηση των εσόδων του κράτους και των υπόλοιπων υποχρεώσεών του για επενδύσεις κρατικών υποδομών και τη συντήρησή τους, τόκους για το κρατικό χρέος, επενδύσεις σε άμυνα, υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική αλληλεγγύη.
Τα έσοδα του Κράτους προέρχονται κατ’ αρχάς από είσπραξη φόρων, δευτερευόντως δε από εκτύπωση χρήματος (έτσι εισπράττει το Κράτος τον πληθωρισμό που δημιουργεί η αυξημένη κυκλοφορία χρήματος στο κεφάλαιο και τα εισοδήματα). Επιπλέον η δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, η εκμετάλλευση των κρατικών πόρων που διαθέτει η χώρα (ενεργειακές πηγές, μεταλλεύματα, ενοίκια κρατικών ακινήτων, έσοδα χρήσης υποδομών όπως λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομους κλπ), και τέλος ο κρατικός δανεισμός, συμπληρώνουν τις βασικές πηγές εσόδων. Θεωρητικά πάντα, τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων δεν αποτελούν κρατικό έσοδο ή περιουσία καθώς δικαιούχοι αυτών δεν είναι η κοινωνία με την ευρεία έννοια, αλλά οι ασφαλιζόμενοι με τις εισφορές τους (τουλάχιστον στις εύρυθμες κοινωνίες).
Κατά κύριο λόγο λοιπόν τα έσοδα του κράτους προέρχονται από φόρους, πλην κρατών με τεράστια ενεργειακά αποθέματα όπως η Σαουδική Αραβία ή η Νορβηγία.
Η κοινωνία όμως έχει όρια στη φοροδοτική της ικανότητα, που καθορίζονται από την ποσόστωση στο δημιουργούμενο πλούτο, τη δίκαια ισοκατανομή και την ανταποδοτικότητα των φόρων. Για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν σε ένα κανονικό κράτος να προσλάβει τους μισούς πολίτες του στο δημόσιο και οι άλλοι μισοί να πληρώνουν φόρο για να καλύπτουν το κόστος των πρώτων, ούτε το ένα τρίτο, ούτε το ένα πέμπτο. Δεδομένου ότι η δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου είναι γραφειοκρατική κατά κανόνα, και όχι πλουτοπαραγωγική, πρέπει να συμβάλλει στην εξυπηρέτηση του πολίτη και την ευνομία της κοινωνίας.
Παρ΄ όλα αυτά, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ασκήθηκε εκτενέστατη κοινωνική πολιτική προσλήψεων στο δημόσιο με σκοπό αρχικά τη μείωση της ανεργίας και μετά για ψηφοθηρικούς σκοπούς ικανοποίησης της κομματικής πελατείας, κυρίως από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις αλλά και πρόσφατα και από εκείνες της λαϊκής δεξιάς. Το αρχικό σκεπτικό ήταν ότι μειώνοντας την ανεργία με χαμηλόμισθους δημόσιους υπαλλήλους θα ανεβούν οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα και η κυκλοφορία του χρήματος θα τροφοδοτήσει την κατανάλωση που με τη σειρά της θα ικανοποιηθεί από αυξημένη παραγωγή. Στη θεωρία πάντα, επαναλαμβάνω για αποφυγήν παρερμηνείας, και πάντα με μέτρο.
Στην πράξη τα πράγματα έγιναν λίγο διαφορετικά:
Η άνοδος στη διακυβέρνηση των σοσιαλιστών ζητούμενο είχε από το Λαό την αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας. Με σημαία την “Αλλαγή” από το φαύλο δεξιό ελιτίστικο μοντέλο του μεταπολέμου, των ασφαλιτών, των πιστοποιητικών φρονημάτων και με εμφανείς ακόμη τις ουλές του εμφυλίου και της δικτατορίας, το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία πανηγυρικά με την προοπτική να τα θεραπεύσει και να αποκαταστήσει την ισοπολιτεία των Ελλήνων. Αντί αυτού οικοδομήθηκε ένα αντίστροφο του προηγούμενου μοντέλου, με πρότυπο τον "πρασινοφρουρό" και με σκοπό τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού από τον κομματικό. Αρχικά προσελήφθησαν κομματικοί λοχίες σε θέσεις ελέγχου των υπηρεσιών και των δημοσίων οργανισμών, οι οποίοι έφεραν τους "δικούς" τους, και ούτω καθεξής. Σε σύντομο χρόνο δημιουργήθηκε και ένα πανίσχυρο συνδικαλιστικό σύστημα γα να ελέγχει αρχικά "άτυπα" τον μηχανισμό αυτό και να διασφαλίσει την διακυβέρνηση από το κόμμα-αρχιτέκτονα αυτού του μηχανισμού τα 22 από τα τελευταία 30 χρόνια. Θέσεις εργασίας για ψήφους ήταν η ανταλλαγή ανάμεσα σε σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας και τα κόμματα εξουσίας.
Από τους περίπου 250.000 γραφειοκράτες που απασχολούσε ο "στενός" δημόσιος τομέας στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, έφτασε να υπερτριπλασιαστεί σε τρεις δεκαετίες (200% αύξηση), ενώ στον ίδιο χρόνο ο πληθυσμός αυξήθηκε περίπου 15%. Συνυπολογίζοντας και τους 13.500 δημόσιους οργανισμούς (κατά δήλωση του Αντιπρόεδρου της Κυβέρνησης το φθινόπωρο του 2010), τις μη εισηγμένες ΔΕΚΟ, και τους κρατικοδίαιτους Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς, πολλοί υπολογίζουν ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας στην Ελλάδα μπορεί να απασχολεί περί τους 1,1 εκατ. - 1,2 εκατ. εργαζόμενους (δηλαδή σχεδόν 400% αύξηση του αριθμού δημοσίων υπαλλήλων από το ‘80).
Στο σύνολο 5 εκατ. εργαζομένων στην ελληνική οικονομία ο ένας στους τέσσερεις εργαζόμενους μισθοδοτείται από το κράτος το 2011. Δύο χρόνια πριν δε, ήσαν +400.000 λόγω συμβάσεων stage, δηλαδή 8% περισσότεροι (ή ο ένας στους τρεις)!
Οι αριθμοί είναι απίστευτοι και ιλιγγιώδεις. Αν λογαριάσουμε και το γεγονός ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα οι πραγματικές αποδοχές (αγοραστική δύναμη) των δημοσίων υπαλλήλων τριπλασιάστηκαν, φαίνεται απίστευτο το πως πήρε τόσα πολλά χρόνια για να πτωχεύσει η Ελλάδα, και να φτάσει να εξαρτάται από τις δόσεις της Τρόικας για να μην κηρύξει στάση πληρωμών!
Τέτοια ραγδαία ποσοστιαία διόγκωση δημοσίου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα αμφιβάλλω αν έχει ξαναδεί καμία οικονομία παγκοσμίως, εκτός πιθανόν εκείνης του πρώην Σοβιετικού Μπλοκ μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων ή της Κόκκινης Επανάστασης στην Κίνα (και πάλι διατηρώ αμφιβολίες).
Ο τρόπος που επιτεύχθηκε η χρηματοδότηση αυτού του ιλιγγιώδους κατορθώματος είναι πολύπλοκος όσο και στρεβλός.
Σε πρώτη φάση απαλλοτριώθηκαν ολόκληροι τομείς της οικονομίας μέσω “κοινωνικοποιήσεων” που είχαν προαναγγελθεί ακόμα από τότε που το ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμη αντιπολίτευση. Το σκεπτικό ήταν ότι με τον πρόσθετο πλούτο που θα παρήγαγαν οι απαλλοτριωμένες επιχειρήσεις, πέρα από τα κόστη λειτουργίας των, θα αιμοδοτούσαν την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Η πραγματικότητα ήταν ανάποδη καθώς αυτές οι επιχειρήσεις διοικούμενες από ερασιτέχνες δημιούργησαν τεράστιες ζημίες για το Κράτος.
Παράλληλα η δυνατότητα συνεχούς εκτύπωσης δραχμής χρηματοδότησε μέρος αυτής της νεοπλασματικής αύξησης του δημοσίου, με κόστος όμως τεράστιο πληθωρισμό και συνεχή υποτίμηση του νομίσματος που ευφημιστικά ονομάστηκε "διολίσθηση". Το πάρτι αυτό σταμάτησε με τη σύνδεση της δραχμής με το ECU προ δωδεκαετίας περίπου.
Οι φόροι αυξήθηκαν κατακόρυφα καθώς ήταν απαραίτητη σημαντική αφαίμαξη για να μπορέσει τελικά να στηρίζει το 75% των εργαζομένων της χώρας που παρήγαγαν πλούτο στον ιδιωτικό τομέα, τους 25% δημοσίους υπαλλήλους με υψηλότερους μισθούς και προνόμια. Η φορολογία έφτασε στο 45% στις επιχειρήσεις και τα "υψηλά" εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ ετησίως. Η φορομπηχτική πρακτική εξαθλίωσε τον ιδιωτικό τομέα, και οι Έλληνες ιδιωτικά δραστηριοποιούμενοι έπαψαν να κάνουν παιδιά, αδυνατώντας να υποστηρίξουν ταυτόχρονα οικονομικά τον τερατώδη δημόσιο τομέα και τη δημιουργία οικογένειας. Οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα παρέμειναν χαμηλότεροι από το δημόσιο καθώς τεράστιο ποσοστό του τζίρου των επιχειρήσεων έντασης εργασίας (παροχή υπηρεσιών) πηγαίνει στο Κράτος.
Εξαντλώντας την φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού, το Κράτος στράφηκε στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, το υστέρημα γενεών ασφαλισμένων, τα οποία και αποδεκάτισε με τους γνωστούς τρόπους της άτοκης κατάθεσης ενόσω ο πληθωρισμός έτρεχε στο 25%, (π.χ. στην Τράπεζα Κρήτης του Κοσκωτά), των δομημένων ομολόγων, των συμμετοχών σε αυξήσεις κεφαλαίων σε χρηματιστηριακές φούσκες, και πλείστες σπατάλες και απάτες για τον παράνομο πλουτισμό των διεφθαρμένων.
Σύντομα όμως τελείωσαν και αυτά. Ενώ αρχικά ο κρατικός δανεισμός με ομόλογα είχε συμπληρωματικό χαρακτήρα, με την απεμπόληση του δικαιώματος να τυπώνει νόμισμα για να γίνει μέλος της ζώνης του ευρώ, η Ελλάδα στράφηκε στον εξωτερικό δανεισμό για να καλύψει τα τεράστια πλέον ελλείμματα του γιγαντωμένου δημοσίου τομέα, και της Ολυμπιάδας του 2004. Ταυτόχρονα, με έντεχνο τρόπο, οι κρατικές επιχειρήσεις δανείζονται στην εσωτερική αγορά από τις τράπεζες με εγγύηση δημοσίου χωρίς αυτό να φαίνεται στο χρέος γενικής κυβέρνησης, και ένα γαϊτανάκι παραποίησης ή απλά ξεχασμένων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τους ιδιώτες βγαίνει στη δημοσιότητα αρχικά από την πρώτη κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, και κατόπιν από την σημερινή στην αρχή της θητείας της.
Να λοιπόν από που προέρχεται το χρέος των 350 δισ. ευρώ, ή και περισσότερο από αυτό αν λογαριάσουμε τους άμεσους και έμμεσους φόρους που έχουν εισπραχθεί στα 30 αυτά χρόνια συν τα αποθεματικά των ταμείων, συν το χρήμα που τυπώθηκε μέχρι το 1998, συν τους τζίρους των “κοινωνικοποιημένων” επιχειρήσεων στο ίδιο διάστημα. Καθόλου δεν θα με εξέπληττε αν κάποιος γνωστικότερος εμού, έβγαζε στο λογαριασμό 2 ΤΡΙΣ σημερινά ευρώ το κόστος της γιγάντωσης του δημοσίου την τελευταία 30ετία, και της ασφυκτικής γραφειοκρατίας που δημιούργησε για να δικαιολογήσει το μέγεθός του, με τη διαφθορά που συνεπάγεται αυτή η γραφειοκρατία!
Αρνούμαι να σκεφτώ που θα ήταν η ελληνική οικονομία αν τα μισά από αυτά τα 2 ΤΡΙΣ ευρώ είχαν μείνει μέσα στην οικονομία να κυκλοφορήσουν και να επενδυθούν, διότι θα πάθω κατάθλιψη.
Το κόστος της ονομαστικής μείωσης της ανεργίας, του βολέματος των κομματικών στρατών και της μανίας για την εξουσία, είναι ιλιγγιώδες για την Ελλάδα. Μέρος του το πληρώνουν οι παλαιότεροι με την απαλλοτρίωση κομματιού των συντάξεών τους. Μέρος του το πληρώσαμε εμείς στον ιδιωτικό τομέα με τους φόρους μας των τελευταίων 30 ετών και την απώλεια της ανταγωνιστικότητας από τους δυσβάστακτους φόρους και εισφορές. Μέρος του θα το πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας σε τόκους.
Αλίμονο μας όμως αν συνεχίσουμε να παριστάνουμε ότι δεν έγινε τίποτα, διότι θα φάει το σκοτάδι τη χώρα ολόκληρη αν δεν αλλάξουμε τώρα, έστω και τόσο αργά που ξυπνήσαμε. Η Τρόικα είναι απλά ένα σύμπτωμα. Η αρρώστια μας είναι άλλη.
(*) Σύνταγμα της Ελλάδας, Άρθρο 22, §1: Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.
* Ο Άγης Βερούτης είναι επιχειρηματίας, Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στις ΗΠΑ όπου και εργάστηκε σχεδόν είκοσι χρόνια.
Πηγή:www.capital.gr