Σε απάντηση της ερώτησης (Αρ. Πρωτ. 9509/20-01-11) που κατατέθηκε από τον Βουλευτή Περιφέρειας Αττικής, Βασίλη Οικονόμου, με αφορμή την παρέμβαση της Επτανησιακής Αναγέννησης και του επικεφαλής της Γ. Καλούδη, αναφορικά με την Εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ 5%, 9% και 16% στη νησιωτική Περιφέρεια των Επτανήσων, όπως και στα νησιά του Αιγαίου, ως εφαρμογή των νησιωτικών πολιτικών, ο Υφυπουργός Οικονομικών, κ. Δ. Κουσελάς, μας απάντησε ότι «με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ (Οδηγία ΦΠΑ), τίθενται τα πλαίσια εφαρμογής του φόρου και των συντελεστών ΦΠΑ που εφαρμόζονται σε αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και τα πλαίσια εφαρμογής καθορισμένων απαλλαγών. Με το άρθρο 120 της ως άνω Οδηγίας παρασχέθηκε η ευχέρεια στην Ελλάδα να εφαρμόσει στους νομούς Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων και στα νησιά Θάσος, Β. Σποράδες, Σαμοθράκη και Σκύρος χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ έως 30% έναντι εκείνων που ισχύουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η παραπάνω ευχέρεια που δόθηκε στην χώρα μας είναι καθαρά περιοριστική και δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί το μέτρο των μειωμένων συντελεστών και σε άλλες περιοχές της χώρας μας. Περαιτέρω σημειώνεται ότι οποιαδήποτε ικανοποίηση του αιτήματος για εφαρμογή μειωμένου συντελεστή στα νησιά του Ιονίου, θα συνιστούσε ρύθμιση αντίθετη με τα προβλεπόμενα από την Οδηγία ΦΠΑ και θα αποτελούσε κοινοτική παράβαση με δυσμενείς νομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις για την χώρα μας». Η ξεκάθαρη και οριστική άρνηση του Υπουργείου Οικονομικών να εξετάσει έστω τις δυνατότητες επέκτασης του συγκεκριμένου μέτρου και στα νησιά του Ιονίου, να διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση μια ρύθμιση της Οδηγίας ώστε να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για όλες τις νησιωτικές περιοχές αποδεικνύει ότι έχουμε απολέσει κάθε αίσθηση του μέτρου σε ότι αφορά τις σχέσεις μας με τους εταίρους. Η κυβέρνηση της χώρας μας, παρά τους επικοινωνιακούς λεονταρισμούς που επιδεικνύει στα ΜΜΕ της Ελλάδος, αρνείται να διαπραγματευτεί το οτιδήποτε αφορά την ασκούμενη στην χώρα μας οικονομική πολιτική.
Στην απάντηση του μάλιστα ο Υφυπουργός, επικαλείται την σχετική ευρωπαϊκή οδηγία, δεν επικαλείται όμως την Ευρωπαϊκή Συνθήκη που είναι κανονιστικά ανώτερη και όπως αναφέρουμε στην ερώτησή μας προβλέπει στο άρθρο 158 ότι «η Κοινότητα αποσκοπεί ιδιαίτερα στη μείωση της καθυστέρησης των νήσων», αποφεύγει το γεγονός ότι στο άρθρο 101 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ρητά ότι «Ο κοινός νομοθέτης και η διοίκηση, όταν δρουν κανονιστικά υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών μεριμνώντας και για την ανάπτυξή τους», δείχνει να μην γνωρίζει ότι οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες για εναρμόνιση των οικονομικών πολιτικών του κάθε κράτους μέλους γίνονται με κύριο κριτήριο την εξασφάλιση των όρων υγιούς ανταγωνισμού και δεν τοποθετείται στο γεγονός ότι σε ανταγωνιστικές ως προς τον τουρισμό χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία ο ΦΠΑ είναι πολύ χαμηλός, ξεκινάει από 4% γεγονός που καθιστά το τουριστικό προϊόν των Επτανήσων πολύ ακριβό σε σχέση με τους προορισμούς που καλείται να ανταγωνιστεί. Είναι προφανές ότι στο Υπουργείο Οικονομικών δεν αντιλαμβάνονται τα προβλήματα που δημιουργούνται στην Περιφέρεια Των Επτανήσων, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο βλάπτεται η Εθνική Οικονομία, αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η θέση που κατέχουν στην διοίκηση της χώρας τους επιβάλει να εργάζονται προς το συμφέρον του ελληνικού λαού, να διεκδικούν βελτιώσεις στις ισχύουσες Οδηγίες και να μην παραμένουν εγκλωβισμένοι σε τεχνοκρατικές και διεκπεραιωτικές διαδικασίες που ένας απλώς υπάλληλος θα μπορούσε να εκτελέσει. Το πιο ανησυχητικό από όλα στην απάντηση του Υφυπουργού είναι ότι επί της ουσίας αρνείται ακόμα και να εξετάσει το ενδεχόμενο επέκτασης του μέτρου των μειωμένων συντελεστών για τα νησιά των Επτανήσων επικαλούμενος ότι και για αυτά τα νησιά ισχύουν ακριβώς οι ίδιες συνθήκες που ισχύουν και για τα νησιά του Αιγαίου και για τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το συγκεκριμένο μέτρο.
Ο Ανεξάρτητος Βουλευτής Αττικής, Βασίλης Οικονόμου, δεν μπορεί παρά να εκφράσει την απογοήτευσή του για την συγκεκριμένη τοποθέτηση του Υπουργείου Οικονομικών που πέραν όλων των άλλων αποδεικνύει και την υποχωρητικότητα με την οποία προσεγγίζει η ελληνική κυβέρνηση τα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας έναντι της τρόικας και των πιστωτών της χώρας μας. Το Υπουργείο Οικονομικών υιοθετεί με περισσή ευκολία κάθε μέτρο που βλάπτει τελικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας και υποβαθμίζει το επίπεδο διαβίωσης του ελληνικού λαού και παρά τους επικοινωνιακούς ελιγμούς στους οποίους επιδίδεται αρνείται κάθε περίπτωση παρέμβασης για μέτρα που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού. Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της χώρας μας είναι πολιτικό διότι έχουμε μια οικονομική ηγεσία που δεν μπορεί να διαπραγματευτεί, δεν μπορεί να παρουσιάσει τα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και τελικά υιοθετεί κάθε μέτρο που εξυπηρετεί τις τράπεζες και τους δανειστές μας σε βάρος των λαϊκών και μεσαίων τάξεων. Η πολιτική αυτή πραγματικότητα πρέπει να ανατραπεί καθώς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας μας από την κρίση.