Καρκίνοι, αιμορραγίες, πεπτικά προβλήματα, λοιμώδη ή ανοσολογικά: οι επιπτώσεις της πυρηνικής ακτινοβολίας, δυνητικά καταστροφικές, ποικίλουν ανάλογα με τη δοσολογία. Σε υψηλές δόσεις, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ της ποσότητας που λαμβάνεται και της προκαλούμενης παθολογίας. Οι «βάναυσες» ραδιενεργές ακτινοβολίες, όπως αυτές..
που προκλήθηκαν από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβες σε χρονική περίοδο δεκαετιών.Οι βιολογικές επιπτώσεις ποικίλλουν επίσης ανάλογα με τη φύση της ακτινοβολίας και των προσβεβλημένων οργάνων (οι ωοθήκες ή οι όρχεις θεωρούνται 20 φορές πιο ευαίσθητοι από το δέρμα) για τον καρκίνο ή την οδό απορρόφησης (στοματική η δερματική) αλλά και την ατομική ευαισθησία (την ικανότητα αποκατάστασης του DNA).
Στην Ιαπωνία αόρατα σύννεφα μεταφορείς ραδιενεργών στοιχείων (ιώδιο, καίσιο) αναδύονται από την κατεστραμμένη πυρηνική μονάδα και κινούνται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τους ανέμους. Για τον πληθυσμό, που εκτίθεται σε μόλυνση από τέτοια ραδιενεργά παράγωγα, ο βασικός κίνδυνος είναι η ανάπτυξη καρκίνου (λευχαιμία, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου...) με «ένα κίνδυνο ανάλογο προς τη δόση που ελήφθη», υπογραμμίζει ο καθηγητής Πατρίκ Γκουρμελόν, διευθυντής της ραδιοπροστασίας του ανθρώπου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ραδιοπροστασίας και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRSN).
Οι διανομές ταμπλετών ιωδίου αποβλέπουν στην αποτροπή καρκίνων του θυρεοειδούς, ιδίως μεταξύ των πληθυσμών νέων (βρέφη, παιδιά, έφηβοι, έγκυες και θηλάζουσες...). Ο στόχος είναι να κορεστεί ο θυρεοειδής για να αποφευχθεί η δέσμευση του ραδιενεργού ιωδίου στον αδένα.
Όσο για το καίσιο 137 που εισπνέεται, ο οργανισμός κάνει περίπου δύο χρόνια για να το αποβάλει, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται επί δεκαετίες στο περιβάλλον, τόνισε. «Επί του παρόντος, δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μέτρο που πρέπει να ληφθεί για τους κατοίκους του Τόκιο», εκτίμησε η καθηγήτρια Ανιές Μπουζίν αιματολόγος του IRSN, η οποία δεν συνιστά την πρόωρη λήψη δισκίων ιωδίου. «Υπάρχουν επιπτώσεις τόσο περιβαλλοντικές όσο και για την υγεία των ανθρώπων που ζουν γύρω από τη μονάδα», εκτιμά η ειδικός έστω και αν προς το παρόν η ζώνη εκκένωσης των 20-30 χιλιομέτρων της φαίνεται «επαρκής».
«Μεταξύ των ατόμων που δέχτηκαν χαμηλές δόσεις (ακτινοβολίας), ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνων αυξάνεται (λευχαιμίες , πνεύμονες, παχύ έντερο, οισοφάγος, μαστοί...) όπως το κατέδειξε η Χιροσίμα», λέει ο καθηγητής Γκουρμελόν και εξηγεί: «Μιλάμε για χαμηλές δόσεις κάτω των 100 millisieverts (mSv)».
Οι δόσεις του κινδύνου υπολογίζονται και εκφράζονται σε sievert (Sv) για τον καρκίνο. Η μέγιστη έκθεση σε τεχνητή ραδιενέργεια που επιτρέπεται για το ευρύ κοινό είναι ένα μιλισίβερτ (mSv) ανά έτος.
Πάνω από τα 100 mSv, ο κίνδυνος του καρκίνου αυξάνεται κατά 5,5% για κάθε επιπλέον σίβερτ σύμφωνα με την Διεθνή Επιτροπή ραδιολογικής προστασίας (CIPR), λέει ο καθηγητής Iβ Σεμπαστιέν Κορντολιανί, ειδικός στην ραδιοπροστασία στην γαλλική Εταιρεία Ραδιολογίας. Ωστόσο, η «ροή παραγωγής» και ο ομοιογενής ή όχι χαρακτήρας της ακτινοβολίας εμπλέκονται στην αξιολόγηση του κινδύνου προσβολής.
«Εξήντα χρόνια μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία, υπάρχει πάντα μια μικρή υπέρβαση των καρκίνων στους πληθυσμούς που δέχτηκαν την ακτινοβολία», σημειώνει ο καθηγητής Κορντολιανί. Το υψηλότερο επίπεδο εμφάνισης της λευχαιμίας σημειώθηκε επτά χρόνια μετά τη Χιροσίμα, τονίζει.
Σε περίπτωση δυστυχήματος, η ακτινοβολία μπορεί να φτάσει σε αρκετά σίβερτ για τους ανθρώπους κοντά στον πυρήνα του αντιδραστήρα. Σε περίπτωση δυνατής ακτινοβολίας, τα κύτταρα του μυελού των οστών που παράγουν τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια μπορεί να καταστραφούν και το άτομο που δέχτηκε την ακτινοβολία να πεθάνει. Τα κύτταρα του πεπτικού συστήματος είναι επίσης ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ακτινοβολία, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες.
Χωρίς θεραπεία, το επίπεδο έκθεσης σε 6 σίβερτ είναι θανατηφόρο, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες. Οι επιπτώσεις των χαμηλών δόσεων ακτινοβολίας είναι ελάχιστα γνωστές, και θα μπορούσαν να προκαλέσουν καταρράκτη, ένας κίνδυνος που παρακολουθείται σε επαγγελματίες της υγείας που εκτίθενται σε αυτήν (καρδιολόγοι, για παράδειγμα).
Read more: http://www.trelokouneli.gr/2011/03/blog-post_7970.html#ixzz1Gxqa7WwL
που προκλήθηκαν από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβες σε χρονική περίοδο δεκαετιών.Οι βιολογικές επιπτώσεις ποικίλλουν επίσης ανάλογα με τη φύση της ακτινοβολίας και των προσβεβλημένων οργάνων (οι ωοθήκες ή οι όρχεις θεωρούνται 20 φορές πιο ευαίσθητοι από το δέρμα) για τον καρκίνο ή την οδό απορρόφησης (στοματική η δερματική) αλλά και την ατομική ευαισθησία (την ικανότητα αποκατάστασης του DNA).
Στην Ιαπωνία αόρατα σύννεφα μεταφορείς ραδιενεργών στοιχείων (ιώδιο, καίσιο) αναδύονται από την κατεστραμμένη πυρηνική μονάδα και κινούνται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τους ανέμους. Για τον πληθυσμό, που εκτίθεται σε μόλυνση από τέτοια ραδιενεργά παράγωγα, ο βασικός κίνδυνος είναι η ανάπτυξη καρκίνου (λευχαιμία, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου...) με «ένα κίνδυνο ανάλογο προς τη δόση που ελήφθη», υπογραμμίζει ο καθηγητής Πατρίκ Γκουρμελόν, διευθυντής της ραδιοπροστασίας του ανθρώπου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ραδιοπροστασίας και Πυρηνικής Ασφάλειας (IRSN).
Οι διανομές ταμπλετών ιωδίου αποβλέπουν στην αποτροπή καρκίνων του θυρεοειδούς, ιδίως μεταξύ των πληθυσμών νέων (βρέφη, παιδιά, έφηβοι, έγκυες και θηλάζουσες...). Ο στόχος είναι να κορεστεί ο θυρεοειδής για να αποφευχθεί η δέσμευση του ραδιενεργού ιωδίου στον αδένα.
Όσο για το καίσιο 137 που εισπνέεται, ο οργανισμός κάνει περίπου δύο χρόνια για να το αποβάλει, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται επί δεκαετίες στο περιβάλλον, τόνισε. «Επί του παρόντος, δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μέτρο που πρέπει να ληφθεί για τους κατοίκους του Τόκιο», εκτίμησε η καθηγήτρια Ανιές Μπουζίν αιματολόγος του IRSN, η οποία δεν συνιστά την πρόωρη λήψη δισκίων ιωδίου. «Υπάρχουν επιπτώσεις τόσο περιβαλλοντικές όσο και για την υγεία των ανθρώπων που ζουν γύρω από τη μονάδα», εκτιμά η ειδικός έστω και αν προς το παρόν η ζώνη εκκένωσης των 20-30 χιλιομέτρων της φαίνεται «επαρκής».
«Μεταξύ των ατόμων που δέχτηκαν χαμηλές δόσεις (ακτινοβολίας), ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνων αυξάνεται (λευχαιμίες , πνεύμονες, παχύ έντερο, οισοφάγος, μαστοί...) όπως το κατέδειξε η Χιροσίμα», λέει ο καθηγητής Γκουρμελόν και εξηγεί: «Μιλάμε για χαμηλές δόσεις κάτω των 100 millisieverts (mSv)».
Οι δόσεις του κινδύνου υπολογίζονται και εκφράζονται σε sievert (Sv) για τον καρκίνο. Η μέγιστη έκθεση σε τεχνητή ραδιενέργεια που επιτρέπεται για το ευρύ κοινό είναι ένα μιλισίβερτ (mSv) ανά έτος.
Πάνω από τα 100 mSv, ο κίνδυνος του καρκίνου αυξάνεται κατά 5,5% για κάθε επιπλέον σίβερτ σύμφωνα με την Διεθνή Επιτροπή ραδιολογικής προστασίας (CIPR), λέει ο καθηγητής Iβ Σεμπαστιέν Κορντολιανί, ειδικός στην ραδιοπροστασία στην γαλλική Εταιρεία Ραδιολογίας. Ωστόσο, η «ροή παραγωγής» και ο ομοιογενής ή όχι χαρακτήρας της ακτινοβολίας εμπλέκονται στην αξιολόγηση του κινδύνου προσβολής.
«Εξήντα χρόνια μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία, υπάρχει πάντα μια μικρή υπέρβαση των καρκίνων στους πληθυσμούς που δέχτηκαν την ακτινοβολία», σημειώνει ο καθηγητής Κορντολιανί. Το υψηλότερο επίπεδο εμφάνισης της λευχαιμίας σημειώθηκε επτά χρόνια μετά τη Χιροσίμα, τονίζει.
Σε περίπτωση δυστυχήματος, η ακτινοβολία μπορεί να φτάσει σε αρκετά σίβερτ για τους ανθρώπους κοντά στον πυρήνα του αντιδραστήρα. Σε περίπτωση δυνατής ακτινοβολίας, τα κύτταρα του μυελού των οστών που παράγουν τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια μπορεί να καταστραφούν και το άτομο που δέχτηκε την ακτινοβολία να πεθάνει. Τα κύτταρα του πεπτικού συστήματος είναι επίσης ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ακτινοβολία, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες.
Χωρίς θεραπεία, το επίπεδο έκθεσης σε 6 σίβερτ είναι θανατηφόρο, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες. Οι επιπτώσεις των χαμηλών δόσεων ακτινοβολίας είναι ελάχιστα γνωστές, και θα μπορούσαν να προκαλέσουν καταρράκτη, ένας κίνδυνος που παρακολουθείται σε επαγγελματίες της υγείας που εκτίθενται σε αυτήν (καρδιολόγοι, για παράδειγμα).
Read more: http://www.trelokouneli.gr/2011/03/blog-post_7970.html#ixzz1Gxqa7WwL