Του Άγη Βερούτη
Προσπαθώντας να καταλάβουμε τους εξωγενείς μηχανισμούς που μας έφεραν στην αδιέξοδη κατάντια της σημερινής οικονομικής κατάστασης της Ελλάδος, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη ανάλυση στα γεγονότα που οδήγησαν στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007 και 2008, η οποία πάγωσε τη ρευστότητα και την κινητικότητα των κεφαλαίων παγκοσμίως.
Συνδυαστικά με τους ερασιτεχνικούς χειρισμούς της τότε (2009) νεοεκλεχθείσας ελληνικής κυβέρνησης, που έκανε όλες τις σωστές κινήσεις για να απωλέσει πλήρως και ολοκληρωτικά την εμπιστοσύνη των κεφαλαιαγορών, η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση απετέλεσε το δεύτερο ενεργό συστατικό της συνταγής που έθεσε την Ελλάδα εκτός κεφαλαιαγορών από το 2010 ως σήμερα, και με προοπτική επιδείνωσης στο ανεξιχνίαστο μέλλον.
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση έχει τα αίτιά της στην ασυμμετρία ευελιξίας ανάμεσα στη σημερινή μετάλλαξη της απελευθερωμένης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με την τεράστια κινητικότητα κυρίως κεφαλαίων, αλλά και βιομηχανικής παραγωγής, υπηρεσιών και ανθρώπινου κεφαλαίου, συγκριτικά με την περιορισμένη δυνατότητα (ή απροθυμία) καθορισμού συλλογικών, δηλαδή παγκόσμιων, κανόνων λειτουργίας των αγορών, και βαλβίδων ασφαλείας από τα εθνικά κράτη.
Αυτό που οι πολέμιοί της δεν αντιλαμβάνονται σήμερα, είναι πως η παγκοσμιοποίηση των αγορών ήταν η μόνη πραγματική λύση για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, μετά τις απανωτές οικονομικές και ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του ΄70, και του αδιέξοδου διψήφιου πληθωρισμού και ανεργίας που προέκυψε από αυτές, και από το στρεβλό κρατικίστικο πολιτικό μοντέλο που τις δημιούργησε.
Στην Αμερική του Ρέηγκαν και τη Βρετανία της Θάτσερ, η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς, με την ταυτόχρονη συρρίκνωση του κράτους των μονοπωλίων, των δασμών και των περιορισμών, ήταν η μόνη διέξοδος για την επιστροφή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Αντίστοιχα στην Ευρώπη της στασιμότητας της δεκαετίας του ΄80, η προώθηση της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής αγοράς μέσω της ΕΟΚ, έδωσε αναπτυξιακή διέξοδο στις βορειοευρωπαϊκές κυρίως οικονομίες, που ολοκληρώθηκε με το κοινό νόμισμα στο 2002.
Όμως, η πλήρης απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς, χωρίς τους απαραίτητους κανονιστικούς θεσμούς και τα παγκοσμιοποιημένα ελεγκτικά τους όργανα, οδήγησε σε ασυμμετρία ευελιξίας ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις της αγοράς και την πολιτική δύναμη των εθνικών κρατών, οδηγώντας πολλούς να παρερμηνεύσουν αυτή την προσωρινή ασυδοσία των αγορών, ως το τέλος της Ιστορίας, το τέλος του Καπιταλισμού, την επιστροφή του Μεσαίωνα, και άλλα πολλά γραφικά.
Η ίδια η ασταμάτητα εξελικτική, σχεδόν Δαρβινική φύση του καπιταλισμού, εμπεριέχει τις κρίσεις ως μηχανισμό εξέλιξής του για να συμβαδίζει με τις εκάστοτε επιταγές της κοινωνίας, όπως αυτές μεταβάλλονται μέσα από τους νεοτερισμούς της τεχνολογίας, και των κυρίαρχων πολιτικών ιδεολογιών της ανθρωπότητας.
Με την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου, κυρίως όμως μέσω των διμερών συμφωνιών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά και μέσω της NAFTA με άλλες Αμερικανικές οικονομίες, και μέσω της συνεχούς αναθεώρησης και επέκτασης του GATT (General Agreement on Tariffs and Trade) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία, η οικονομία των ΗΠΑ αρχικά και κατόπιν και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, άνοιξαν τα σύνορά τους στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποδημήσει μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ σε χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, όπως το Μεξικό αρχικά και λίγο, ενώ μετέπειτα και πολύ στην Κίνα και άλλες ασιατικές τίγρεις.
Στις νέες χώρες της βιομηχανικής παραγωγής (Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ινδία, Μαλαισία κλπ, και προσφάτως Γερμανία) οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν τη δυνατότητα, την κουλτούρα ή την πρόθεση να καταναλώσουν προϊόντα ίσης αξίας με τις εξαγωγές τους, προέλευσης από τις χώρες προς τις οποίες εξάγουν. Έτσι δημιουργούν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, ενώ ισόποσα ελλείμματα εμπορικού ισοζυγίου υπόκεινται οι εισαγωγικές χώρες.
Αυτή η αρχική ανισοκατανομή παραγωγής - κατανάλωσης, που η ισορροπία τους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του καπιταλισμού, σχεδόν άμεσα βρήκε διέξοδο με τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών των εισαγωγέων χωρών από τις πλεονασματικές οικονομίες, μέσω αγοράς κρατικού ή ιδιωτικού χρέους. Πριν όμως καν φτάσει το κρατικό χρέος των ΗΠΑ σε μη εξυπηρετήσιμο μέγεθος και τερματίσει αυτή η εμπορική ασυμμετρία (κάτι σαν την Ελλάδα σήμερα δηλαδή), δημιουργήθηκε η φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ.
Το σκεπτικό ήταν πως με την απεριόριστη πρόσβαση σε φτηνό Ασιατικό αποταμιευτικό κεφάλαιο (τα παραπάνω εμπορικά πλεονάσματα), οι Αμερικανικές τράπεζες είχαν κάθε κίνητρο, και όχι επαρκή περιορισμό να μοχλεύσουν τα ίδια κεφάλαιά τους σε αστρονομικούς πολλαπλασιαστές, δίνοντας δάνεια για αγορά κατοικιών σε όποιον έκανε τον κόπο να περάσει το κατώφλι τους.
Αυτή η εύκολη πρόσβαση σε ενυπόθηκο δανεισμό ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, βάσει του νόμου προσφοράς - ζήτησης, ανέβαζε ασταμάτητα τις τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αυτή η καλπάζουσα άνοδος θα συνέχιζε αέναα. Το σκεπτικό των τραπεζών ήταν ότι ακόμα και αν οι δανειζόμενοι ήταν αφερέγγυοι, η αξία των υποθηκευμένων ακινήτων θα υπερκάλυπτε τις όποιες απαιτήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά πολύ. Έτσι δημιούργησαν περίπλοκα εργαλεία που διέχυαν τον κίνδυνο μη εξυπηρέτησης κάποιων λίγων δανείων σε πακέτα τιτλοποιημένα με αξιολογήσεις ΑΑΑ, βασιζόμενοι στην παραδοχή ότι η αξία των ακινήτων θα συνέχιζε να ανεβαίνει ή τουλάχιστον να παραμένει η ίδια με τη στιγμή εκταμίευσης των στεγαστικών. Για να ωραιοποιήσουν ακόμα περισσότερο αυτά τα τιτλοποιημένα δάνεια τα ασφάλιζαν με Over The Counter (δηλαδή όχι ρυθμιζόμενα από κανόνες ενός Clearing house ή ενός Exchange) ασφαλιστήρια συμβόλαια μη εξυπηρέτησης Credit Default Swaps (τα γνωστά μας πλέον CDS).
Η αρχική λειτουργία των CDS ήταν να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο ενός εταιρικού ομολόγου, που έχει χαμηλότερη αξιολόγηση φερεγγυότητας άρα και υψηλότερη απόδοση από ένα Ομόλογο Αμερικανικού Δημοσίου, παίρνοντας μέρος της απόδοσής του και δίδοντάς την σε μια ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου να μηδενίσει τον κίνδυνο απώλειας του δανειζόμενου κεφαλαίου. Με ετήσιο ασφάλιστρο ανάλογο του κινδύνου, ο κεφαλαιούχος (συνήθως κάποιο hedge fund) ασφαλίζει την επένδυσή του απέναντι στην πιθανότητα να χάσει το κεφάλαιό του, ενώ μια μεγάλη ασφαλιστική, όπως η AIG, εισπράττει ασφάλιστρα από πληθώρα ομολόγων, τα οποία της αφήνουν ένα αξιόλογο κέρδος αν τίποτα δε πάει στραβά, ενώ λόγω μεγέθους και σημαντικότητας της εταιρίας για την συνολική αγορά, σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν, το κόστος ανακεφαλαιοποίησης αναλαμβάνει η κοινωνία, δηλαδή το κορόιδο ο Αμερικανός φορολογούμενος.
Κανείς από τους εμπλεκόμενους αξιολογητές του ρίσκου, ούτε οι τράπεζες που δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα πακέτα, ούτε οι οίκοι αξιολόγησης που κλήθηκαν να τα βαθμολογήσουν ως προς το investment grade τους, ούτε οι αναλογιστές στις ασφαλιστικές που εξέδωσαν τα CDS, κατάφεραν να προβλέψουν πως σκάζοντας η φούσκα των τιμών των Αμερικανικών κατοικιών, με μειώσεις αξιών από 30%-70% θα μηδένιζε τις κεφαλαιοποιήσεις των εταιριών τους, θα κατέστρεφε τρισεκατομμύρια κεφαλαίου των πελατών τους, και θα δημιουργούσε bank run των overnight πιστωτών τους, καθιστώντας τους σε ένα 24ωρο insolvent (πτωχευμένους).
Χωρίς επαρκείς κανόνες για την αξιολόγηση και παρακολούθηση των κινδύνων που αναλάμβαναν, χωρίς συστημικό ρυθμιστή της λειτουργίας της αγοράς παραγώγων, και χωρίς την απαραίτητη κανονιστική νομοθεσία που να υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε επαρκή κεφαλαιοποίηση για να υπερκαλύπτει αυτούς τους κινδύνους που είχαν αναλάβει, η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007 και 2008 συντάραξε τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, και δημιούργησε τριγμούς στην εμπιστοσύνη των κεφαλαιούχων για τις αξιολογήσεις των τριών Οίκων Αξιολόγησης, οι οποίοι κατόπιν αυτού απέκτησαν πολύ συντηρητικότερη προσέγγιση, καταλήγοντας στην κάθετη αυστηροποίηση των αξιολογήσεών τους, με συχνό θύμα την τελευταία διετία και την Ελλάδα, προσθέτοντας έτσι στην δυσπιστία των κεφαλαιούχων δανειστών μας για την αφερεγγυότητα και μη βιωσιμότητα της βαριά άρρωστης Ελληνικής κρατικίστικης οικονομίας.
Το χρονικό της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007 με την BNP Paribas να αναστέλλει τον Αύγουστο την εξαργύρωση μεριδίων τριών funds που είχαν επενδύσει σε mortgage backed securities, ενώ λίγες μέρες μετά η American Home Investment Corp. κήρυξε πτώχευση. Οι σχετικές με ενυπόθηκα στεγαστικά ζημίες του χρηματοπιστωτικού κλάδου συνέχισαν και όλο το φθινόπωρο, και οι δείκτες stress του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν ασυνήθιστα υψηλοί, περιλαμβανομένων και των επιτοκίων της διατραπεζικής. Παρά τις τεράστιες ενέσεις ρευστότητας από την U.S. Federal Reserve και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να διακρατούν μετρητά και η διατραπεζική μειώθηκε δραματικά. Η Northern Rock απέτυχε να αναχρηματοδοτήσει το πληρωτέο (maturing) χρέος της, και τον Σεπτέμβριο του 2007 έγινε η πρώτη Βρεττανική τράπεζα που έκλεισε σε 100 χρόνια.
Το επόμενο πρόβλημα εμφανίστηκε στα auction rate securities, τα οποία κανονικά είναι μακροπρόθεσμες ομολογιακές επενδύσεις, όμως προ κρίσεως οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές τα έβρισκαν ελκυστικά, καθώς οι εκδότριες τράπεζες διενεργούσαν τακτικές δημοπρασίες για αυτά κάθε 7, 28 ή 35 ημέρες, όπου οι επενδυτές είχαν τη δυνατότητα να τα μεταπωλούν. Χιλιάδες τέτοιες δημοπρασίες βγήκαν άγονες το Φεβρουάριο του 2008, όταν ο αριθμός πωλητών τέτοιων τίτλων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό υποψήφιων αγοραστών που προτίθεντο να τα αγοράσουν στην υψηλότερη επιτρεπόμενη από το ομόλογο τιμή, ενώ οι εκδότριες τράπεζες αντίθετα με το παρελθόν, δεν απορρόφησαν τη διαφορά ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές. Μετά από δικαστικούς αγώνες, οι μεγάλες εκδότριες τράπεζες συμφώνησαν να καλύψουν πολλές από τις απώλειες των πελατών τους. Έκτοτε η αγορά αυτή έπαυσε.
Η αποτυχία της Bear Stearns το Μάρτιο του 2008 αποτέλεσε ίσως το σημείο χωρίς επιστροφή για την κρίση. Η τράπεζα χρηματοδοτούσε μεγάλο μέρος της λειτουργίας της με overnight debt, καθώς αυτό είναι συνήθως το φτηνότερο χρήμα στη διατραπεζική. Όταν όμως υπέστη σημαντικές ζημιές στα επενδυτικά της οχήματα σε ενυπόθηκα στεγαστικά (mortgage backed securities) οι δανειστές της αρνήθηκαν να ανανεώσουν το χρέος της. Ταυτόχρονα πολλοί πελάτες της στην χρηματιστηριακή της λειτουργία απέσυραν τα χρήματα και τα χαρτοφυλάκιά τους, φοβούμενοι ζημίες από insolvency (χρεοκοπία) της τράπεζας. Το σαββατοκύριακο της 15ης Μαρτίου 2008, η Αμερικανική Κυβέρνηση εγγυήθηκε την διάσωση - εξαγορά της από την J.P. Morgan με δάνειο σχεδόν $30 δισ. από την Federal Reserve, για να εξασφαλίσει τη ρευστότητα της εξαγοραζόμενης τράπεζας. Πολλοί παρατηρητές και υπεύθυνοι λανθασμένα ήλπισαν ότι σε εκείνο το σημείο η κρίση τελείωσε.
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση πέρασε σε οξεία φάση το Σεπτέμβριο του 2008. Οι οργανισμοί στεγαστικών Freddie Mac και Fannie Mae, που είναι μεγάλα ημι-κρατικά ιδρύματα των ΗΠΑ (government sponsored) έκδοσης, πώλησης και διαπραγμάτευσης mortgage backed securities, στην πρώτη βδομάδα του μήνα εκείνου αντιμετώπισαν ανυπέρβλητα προβλήματα ρευστότητας και πέρασαν στην αναγκαστική διαχείρηση της κυβερνητικής υπηρεσίας Federal Housing Finance Agency.
Η κορύφωση της κρίσης ήρθε τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008, όταν η Lehman Brothers, μια μεγάλη χρηματιστηριακή-επενδυτική τράπεζα με έδρα τη Νέα Υόρκη, υπέστη παρόμοια με την Bear Stearns αδυναμία ανακύκλωσης του βραχυπρόθεσμου (overnight) χρέους της, ενώ ταυτόχρονα οι χρηματιστηριακοί πελάτες της έφυγαν σωρηδόν, προκαλώντας την κατάρρευσή της. Ενώ όμως η Αμερικανική κυβέρνηση έξι μήνες νωρίτερα διενέργησε τη διάσωση της Bear Stearns, αυτή τη φορά απεφάσισε να αφήσει την τράπεζα να χρεοκοπήσει. Αυτό που δεν γνώριζαν όμως ήταν πως η Lehman συμμετείχε στην αγορά των παραγώγων με συνολικές αξίες $39 τρισεκατομμυρίων (συγκριτικά το ετήσιο ΑΕΠ των ΗΠΑ ειναι περί τα $14 τρισεκατομμύρια).
Οι κλυδωνισμοί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήσαν τόσο ισχυροί ώστε λίγες μόλις μέρες αργότερα η Αμερικανική κυβέρνηση ανέλαβε τη διάσωση της ασφαλιστικής American International Group (AIG). Η AIG είχε εκδόσει CDS αξίας πολλών εκατοντάδων δισ. δολαρίων. Με βάση αυτά τα συμβόλαια, η AIG ήταν υπόχρεη να παραδώσει εγγυήσεις (post collateral) αντίστοιχες με τις πιθανές ζημιές που θα καλείτο να καλύψει βάσει των τρεχόντων στοιχείων της αγοράς. Η Goldman Sachs ήταν αντισυμβαλλόμενος σε πολλά από αυτά τα ασφαλιστήρια, και σημαντικός παράγοντας στην δύσκολη θέση που βρέθηκε η AIG.
Το κόστος διάσωσης των Bear Stearns, Fannie Mae, Freddie Mac, και AIG για τους Αμερικανούς φορολογούμενους πιθανόν ξεπέρασε τα $200 δισεκατομμύρια.
Η αμερικανική κυβέρνηση μερικές ημέρες αργότερα ψήφισε το Troubled Assets Relief Program (TARP) συνολικής αξίας $700 δισ., για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αγοράζοντας ισόποσα mortgage backed securities, ενώ απαγόρευσε το short-selling των μετοχών για μεγάλο διάστημα. Οι κινήσεις αυτές ήρθαν να διορθώσουν με χρήματα της κοινωνίας, δηλαδή των Αμερικανών φορολογούμενων, την αποτυχία των κυβερνώντων να ασχοληθούν εγκαίρως και επαρκώς με την αγορά των παραγώγων, ώστε να μπορούν να την ρυθμίσουν με στόχο την αποφυγή συστημικής κατάρρευσης από ανάληψη παράλογων ρίσκων.
Η αγορά των παραγώγων, που είναι απαραίτητο συστατικό της διασποράς κινδύνων για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έφτασε σε ονομαστικό μέγεθος ως τα $600 τρισεκατομμύρια ή το δεκαπλάσιο του παγκοσμίου ΑΕΠ (στην πραγματικότητα τα χρήματα που αλλάζουν χέρια είναι λιγότερο από το 2% αυτού του μεγέθους υπό κανονικές συνθήκες). Η αγορά αυτή λειτουργεί ακόμα και σήμερα χωρίς επαρκείς και παγκόσμια εφαρμοστέους κανόνες κεφαλαιοποίησης, ρευστότητας, εγγυήσεων και κεντρικής καταγραφής και δημοσιοποίησης των ανειλημμένων κινδύνων από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε αυτήν.
Φυσικά αυτή η δυσλειτουργία και παρολίγον κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος με τις αλληλένδετες και περίπλοκες συνδιαλλαγές διασποράς επενδυτικών κινδύνων, προκάλεσε αρχικά την κατακραυγή για τους οίκους αξιολόγησης και τις ως τότε υπερβολικά επιεικείς αξιολογήσεις τους, ενώ ώθησε τους κεφαλαιούχους στην προσεκτικότερη παρακολούθηση των fundamentals αυτών στους οποίους δανείζουν το πολύτιμο κεφάλαιο που διαθέτουν.
Υπό αυτό το νέο φως, η Ελληνική οικονομία που αρχικά θεωρείτο λανθασμένα εξίσου ανταγωνιστική με τις βορειοευρωπαϊκές, με βάση την υπερεπιεική αξιολόγηση των Οίκων αξιολογήσεων και το κοινό νόμισμα, ξαφνικά απογυμνώθηκε για τις τεράστιες τρύπες στο ισοζύγιο πληρωμών, τα βαριά κρατικά ελλείμματα, τον τεράστιο όγκο του χρέους της, και ίσως σημαντικότερο όλων την αναξιοπιστία των στατιστικών μας που ουσιαστικά αφήνουν τον υποψήφιο δανειστή μας στο σκοτάδι αναφορικά στην δυνατότητα μας να εξυπηρετούμε το χρέος μας ή όχι.
Οι φωνές των κυβερνώντων για την αδυναμία τους να διοικήσουν και να εξυγιάνουν την Ελληνική οικονομία, παρομοιάζοντάς την με τον Τιτανικό για τα αυτιά των υποψήφιων δανειστών μας, συνέβαλλαν αποφασιστικά στον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές το 2010.
Αυτή η εγκληματικά ηλίθια συμπεριφορά από υποτιθέμενους "τσάρους", έκανε για τους υποψήφιους δανειστές μας ό,τι ακριβώς κάποιος που ζητάει δάνειο από μια τράπεζα, αλλά πληροφορεί τον υπεύθυνο χορηγήσεων ότι ούτε κερδοφορία έχει η επιχείρηση, ούτε οι ισολογισμοί είναι ακριβείς, ούτε έχει κάποιο σχέδιο λειτουργίας να την φέρει στα ίσια, ούτε και προτίθεται καν να την λειτουργήσει με τρόπο που να μην παράγει ζημίες, πόσο μάλλον να είναι συνεπής στην αποπληρωμή των τόκων του δανείου που αιτείται.
Μα πόσο πιο ηλίθιος από τον υποψήφιο δανειολήπτη πρέπει να είναι κάποιος για να του δανείσει χρήματα, και αν όντως ήταν τόσο ηλίθιος θα διαχειριζόταν τόσα χρήματα; Μετά μάλιστα και από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση που ανέβασε στο ζενίθ τη δυσπιστία των κεφαλαιούχων, άντε να βρεθεί κάποιος αρκετά βλάκας για να δανείσει τον αδαή.
Χλωμό.
* Ο Άγης Βερούτης είναι επιχειρηματίας, Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στις ΗΠΑ όπου και εργάστηκε σχεδόν είκοσι χρόνια
agissilaos@gmail.com
Προσπαθώντας να καταλάβουμε τους εξωγενείς μηχανισμούς που μας έφεραν στην αδιέξοδη κατάντια της σημερινής οικονομικής κατάστασης της Ελλάδος, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη ανάλυση στα γεγονότα που οδήγησαν στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007 και 2008, η οποία πάγωσε τη ρευστότητα και την κινητικότητα των κεφαλαίων παγκοσμίως.
Συνδυαστικά με τους ερασιτεχνικούς χειρισμούς της τότε (2009) νεοεκλεχθείσας ελληνικής κυβέρνησης, που έκανε όλες τις σωστές κινήσεις για να απωλέσει πλήρως και ολοκληρωτικά την εμπιστοσύνη των κεφαλαιαγορών, η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση απετέλεσε το δεύτερο ενεργό συστατικό της συνταγής που έθεσε την Ελλάδα εκτός κεφαλαιαγορών από το 2010 ως σήμερα, και με προοπτική επιδείνωσης στο ανεξιχνίαστο μέλλον.
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση έχει τα αίτιά της στην ασυμμετρία ευελιξίας ανάμεσα στη σημερινή μετάλλαξη της απελευθερωμένης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με την τεράστια κινητικότητα κυρίως κεφαλαίων, αλλά και βιομηχανικής παραγωγής, υπηρεσιών και ανθρώπινου κεφαλαίου, συγκριτικά με την περιορισμένη δυνατότητα (ή απροθυμία) καθορισμού συλλογικών, δηλαδή παγκόσμιων, κανόνων λειτουργίας των αγορών, και βαλβίδων ασφαλείας από τα εθνικά κράτη.
Αυτό που οι πολέμιοί της δεν αντιλαμβάνονται σήμερα, είναι πως η παγκοσμιοποίηση των αγορών ήταν η μόνη πραγματική λύση για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, μετά τις απανωτές οικονομικές και ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του ΄70, και του αδιέξοδου διψήφιου πληθωρισμού και ανεργίας που προέκυψε από αυτές, και από το στρεβλό κρατικίστικο πολιτικό μοντέλο που τις δημιούργησε.
Στην Αμερική του Ρέηγκαν και τη Βρετανία της Θάτσερ, η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς, με την ταυτόχρονη συρρίκνωση του κράτους των μονοπωλίων, των δασμών και των περιορισμών, ήταν η μόνη διέξοδος για την επιστροφή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Αντίστοιχα στην Ευρώπη της στασιμότητας της δεκαετίας του ΄80, η προώθηση της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής αγοράς μέσω της ΕΟΚ, έδωσε αναπτυξιακή διέξοδο στις βορειοευρωπαϊκές κυρίως οικονομίες, που ολοκληρώθηκε με το κοινό νόμισμα στο 2002.
Όμως, η πλήρης απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς, χωρίς τους απαραίτητους κανονιστικούς θεσμούς και τα παγκοσμιοποιημένα ελεγκτικά τους όργανα, οδήγησε σε ασυμμετρία ευελιξίας ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις της αγοράς και την πολιτική δύναμη των εθνικών κρατών, οδηγώντας πολλούς να παρερμηνεύσουν αυτή την προσωρινή ασυδοσία των αγορών, ως το τέλος της Ιστορίας, το τέλος του Καπιταλισμού, την επιστροφή του Μεσαίωνα, και άλλα πολλά γραφικά.
Η ίδια η ασταμάτητα εξελικτική, σχεδόν Δαρβινική φύση του καπιταλισμού, εμπεριέχει τις κρίσεις ως μηχανισμό εξέλιξής του για να συμβαδίζει με τις εκάστοτε επιταγές της κοινωνίας, όπως αυτές μεταβάλλονται μέσα από τους νεοτερισμούς της τεχνολογίας, και των κυρίαρχων πολιτικών ιδεολογιών της ανθρωπότητας.
Με την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου, κυρίως όμως μέσω των διμερών συμφωνιών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά και μέσω της NAFTA με άλλες Αμερικανικές οικονομίες, και μέσω της συνεχούς αναθεώρησης και επέκτασης του GATT (General Agreement on Tariffs and Trade) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία, η οικονομία των ΗΠΑ αρχικά και κατόπιν και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, άνοιξαν τα σύνορά τους στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποδημήσει μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής των ΗΠΑ σε χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, όπως το Μεξικό αρχικά και λίγο, ενώ μετέπειτα και πολύ στην Κίνα και άλλες ασιατικές τίγρεις.
Στις νέες χώρες της βιομηχανικής παραγωγής (Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ινδία, Μαλαισία κλπ, και προσφάτως Γερμανία) οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν τη δυνατότητα, την κουλτούρα ή την πρόθεση να καταναλώσουν προϊόντα ίσης αξίας με τις εξαγωγές τους, προέλευσης από τις χώρες προς τις οποίες εξάγουν. Έτσι δημιουργούν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, ενώ ισόποσα ελλείμματα εμπορικού ισοζυγίου υπόκεινται οι εισαγωγικές χώρες.
Αυτή η αρχική ανισοκατανομή παραγωγής - κατανάλωσης, που η ισορροπία τους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του καπιταλισμού, σχεδόν άμεσα βρήκε διέξοδο με τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών των εισαγωγέων χωρών από τις πλεονασματικές οικονομίες, μέσω αγοράς κρατικού ή ιδιωτικού χρέους. Πριν όμως καν φτάσει το κρατικό χρέος των ΗΠΑ σε μη εξυπηρετήσιμο μέγεθος και τερματίσει αυτή η εμπορική ασυμμετρία (κάτι σαν την Ελλάδα σήμερα δηλαδή), δημιουργήθηκε η φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ.
Το σκεπτικό ήταν πως με την απεριόριστη πρόσβαση σε φτηνό Ασιατικό αποταμιευτικό κεφάλαιο (τα παραπάνω εμπορικά πλεονάσματα), οι Αμερικανικές τράπεζες είχαν κάθε κίνητρο, και όχι επαρκή περιορισμό να μοχλεύσουν τα ίδια κεφάλαιά τους σε αστρονομικούς πολλαπλασιαστές, δίνοντας δάνεια για αγορά κατοικιών σε όποιον έκανε τον κόπο να περάσει το κατώφλι τους.
Αυτή η εύκολη πρόσβαση σε ενυπόθηκο δανεισμό ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, βάσει του νόμου προσφοράς - ζήτησης, ανέβαζε ασταμάτητα τις τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αυτή η καλπάζουσα άνοδος θα συνέχιζε αέναα. Το σκεπτικό των τραπεζών ήταν ότι ακόμα και αν οι δανειζόμενοι ήταν αφερέγγυοι, η αξία των υποθηκευμένων ακινήτων θα υπερκάλυπτε τις όποιες απαιτήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους κατά πολύ. Έτσι δημιούργησαν περίπλοκα εργαλεία που διέχυαν τον κίνδυνο μη εξυπηρέτησης κάποιων λίγων δανείων σε πακέτα τιτλοποιημένα με αξιολογήσεις ΑΑΑ, βασιζόμενοι στην παραδοχή ότι η αξία των ακινήτων θα συνέχιζε να ανεβαίνει ή τουλάχιστον να παραμένει η ίδια με τη στιγμή εκταμίευσης των στεγαστικών. Για να ωραιοποιήσουν ακόμα περισσότερο αυτά τα τιτλοποιημένα δάνεια τα ασφάλιζαν με Over The Counter (δηλαδή όχι ρυθμιζόμενα από κανόνες ενός Clearing house ή ενός Exchange) ασφαλιστήρια συμβόλαια μη εξυπηρέτησης Credit Default Swaps (τα γνωστά μας πλέον CDS).
Η αρχική λειτουργία των CDS ήταν να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο ενός εταιρικού ομολόγου, που έχει χαμηλότερη αξιολόγηση φερεγγυότητας άρα και υψηλότερη απόδοση από ένα Ομόλογο Αμερικανικού Δημοσίου, παίρνοντας μέρος της απόδοσής του και δίδοντάς την σε μια ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου να μηδενίσει τον κίνδυνο απώλειας του δανειζόμενου κεφαλαίου. Με ετήσιο ασφάλιστρο ανάλογο του κινδύνου, ο κεφαλαιούχος (συνήθως κάποιο hedge fund) ασφαλίζει την επένδυσή του απέναντι στην πιθανότητα να χάσει το κεφάλαιό του, ενώ μια μεγάλη ασφαλιστική, όπως η AIG, εισπράττει ασφάλιστρα από πληθώρα ομολόγων, τα οποία της αφήνουν ένα αξιόλογο κέρδος αν τίποτα δε πάει στραβά, ενώ λόγω μεγέθους και σημαντικότητας της εταιρίας για την συνολική αγορά, σε περίπτωση που τα πράγματα ξεφύγουν, το κόστος ανακεφαλαιοποίησης αναλαμβάνει η κοινωνία, δηλαδή το κορόιδο ο Αμερικανός φορολογούμενος.
Κανείς από τους εμπλεκόμενους αξιολογητές του ρίσκου, ούτε οι τράπεζες που δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα πακέτα, ούτε οι οίκοι αξιολόγησης που κλήθηκαν να τα βαθμολογήσουν ως προς το investment grade τους, ούτε οι αναλογιστές στις ασφαλιστικές που εξέδωσαν τα CDS, κατάφεραν να προβλέψουν πως σκάζοντας η φούσκα των τιμών των Αμερικανικών κατοικιών, με μειώσεις αξιών από 30%-70% θα μηδένιζε τις κεφαλαιοποιήσεις των εταιριών τους, θα κατέστρεφε τρισεκατομμύρια κεφαλαίου των πελατών τους, και θα δημιουργούσε bank run των overnight πιστωτών τους, καθιστώντας τους σε ένα 24ωρο insolvent (πτωχευμένους).
Χωρίς επαρκείς κανόνες για την αξιολόγηση και παρακολούθηση των κινδύνων που αναλάμβαναν, χωρίς συστημικό ρυθμιστή της λειτουργίας της αγοράς παραγώγων, και χωρίς την απαραίτητη κανονιστική νομοθεσία που να υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε επαρκή κεφαλαιοποίηση για να υπερκαλύπτει αυτούς τους κινδύνους που είχαν αναλάβει, η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007 και 2008 συντάραξε τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, και δημιούργησε τριγμούς στην εμπιστοσύνη των κεφαλαιούχων για τις αξιολογήσεις των τριών Οίκων Αξιολόγησης, οι οποίοι κατόπιν αυτού απέκτησαν πολύ συντηρητικότερη προσέγγιση, καταλήγοντας στην κάθετη αυστηροποίηση των αξιολογήσεών τους, με συχνό θύμα την τελευταία διετία και την Ελλάδα, προσθέτοντας έτσι στην δυσπιστία των κεφαλαιούχων δανειστών μας για την αφερεγγυότητα και μη βιωσιμότητα της βαριά άρρωστης Ελληνικής κρατικίστικης οικονομίας.
Το χρονικό της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2007 με την BNP Paribas να αναστέλλει τον Αύγουστο την εξαργύρωση μεριδίων τριών funds που είχαν επενδύσει σε mortgage backed securities, ενώ λίγες μέρες μετά η American Home Investment Corp. κήρυξε πτώχευση. Οι σχετικές με ενυπόθηκα στεγαστικά ζημίες του χρηματοπιστωτικού κλάδου συνέχισαν και όλο το φθινόπωρο, και οι δείκτες stress του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν ασυνήθιστα υψηλοί, περιλαμβανομένων και των επιτοκίων της διατραπεζικής. Παρά τις τεράστιες ενέσεις ρευστότητας από την U.S. Federal Reserve και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να διακρατούν μετρητά και η διατραπεζική μειώθηκε δραματικά. Η Northern Rock απέτυχε να αναχρηματοδοτήσει το πληρωτέο (maturing) χρέος της, και τον Σεπτέμβριο του 2007 έγινε η πρώτη Βρεττανική τράπεζα που έκλεισε σε 100 χρόνια.
Το επόμενο πρόβλημα εμφανίστηκε στα auction rate securities, τα οποία κανονικά είναι μακροπρόθεσμες ομολογιακές επενδύσεις, όμως προ κρίσεως οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές τα έβρισκαν ελκυστικά, καθώς οι εκδότριες τράπεζες διενεργούσαν τακτικές δημοπρασίες για αυτά κάθε 7, 28 ή 35 ημέρες, όπου οι επενδυτές είχαν τη δυνατότητα να τα μεταπωλούν. Χιλιάδες τέτοιες δημοπρασίες βγήκαν άγονες το Φεβρουάριο του 2008, όταν ο αριθμός πωλητών τέτοιων τίτλων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό υποψήφιων αγοραστών που προτίθεντο να τα αγοράσουν στην υψηλότερη επιτρεπόμενη από το ομόλογο τιμή, ενώ οι εκδότριες τράπεζες αντίθετα με το παρελθόν, δεν απορρόφησαν τη διαφορά ανάμεσα σε πωλητές και αγοραστές. Μετά από δικαστικούς αγώνες, οι μεγάλες εκδότριες τράπεζες συμφώνησαν να καλύψουν πολλές από τις απώλειες των πελατών τους. Έκτοτε η αγορά αυτή έπαυσε.
Η αποτυχία της Bear Stearns το Μάρτιο του 2008 αποτέλεσε ίσως το σημείο χωρίς επιστροφή για την κρίση. Η τράπεζα χρηματοδοτούσε μεγάλο μέρος της λειτουργίας της με overnight debt, καθώς αυτό είναι συνήθως το φτηνότερο χρήμα στη διατραπεζική. Όταν όμως υπέστη σημαντικές ζημιές στα επενδυτικά της οχήματα σε ενυπόθηκα στεγαστικά (mortgage backed securities) οι δανειστές της αρνήθηκαν να ανανεώσουν το χρέος της. Ταυτόχρονα πολλοί πελάτες της στην χρηματιστηριακή της λειτουργία απέσυραν τα χρήματα και τα χαρτοφυλάκιά τους, φοβούμενοι ζημίες από insolvency (χρεοκοπία) της τράπεζας. Το σαββατοκύριακο της 15ης Μαρτίου 2008, η Αμερικανική Κυβέρνηση εγγυήθηκε την διάσωση - εξαγορά της από την J.P. Morgan με δάνειο σχεδόν $30 δισ. από την Federal Reserve, για να εξασφαλίσει τη ρευστότητα της εξαγοραζόμενης τράπεζας. Πολλοί παρατηρητές και υπεύθυνοι λανθασμένα ήλπισαν ότι σε εκείνο το σημείο η κρίση τελείωσε.
Η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση πέρασε σε οξεία φάση το Σεπτέμβριο του 2008. Οι οργανισμοί στεγαστικών Freddie Mac και Fannie Mae, που είναι μεγάλα ημι-κρατικά ιδρύματα των ΗΠΑ (government sponsored) έκδοσης, πώλησης και διαπραγμάτευσης mortgage backed securities, στην πρώτη βδομάδα του μήνα εκείνου αντιμετώπισαν ανυπέρβλητα προβλήματα ρευστότητας και πέρασαν στην αναγκαστική διαχείρηση της κυβερνητικής υπηρεσίας Federal Housing Finance Agency.
Η κορύφωση της κρίσης ήρθε τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008, όταν η Lehman Brothers, μια μεγάλη χρηματιστηριακή-επενδυτική τράπεζα με έδρα τη Νέα Υόρκη, υπέστη παρόμοια με την Bear Stearns αδυναμία ανακύκλωσης του βραχυπρόθεσμου (overnight) χρέους της, ενώ ταυτόχρονα οι χρηματιστηριακοί πελάτες της έφυγαν σωρηδόν, προκαλώντας την κατάρρευσή της. Ενώ όμως η Αμερικανική κυβέρνηση έξι μήνες νωρίτερα διενέργησε τη διάσωση της Bear Stearns, αυτή τη φορά απεφάσισε να αφήσει την τράπεζα να χρεοκοπήσει. Αυτό που δεν γνώριζαν όμως ήταν πως η Lehman συμμετείχε στην αγορά των παραγώγων με συνολικές αξίες $39 τρισεκατομμυρίων (συγκριτικά το ετήσιο ΑΕΠ των ΗΠΑ ειναι περί τα $14 τρισεκατομμύρια).
Οι κλυδωνισμοί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήσαν τόσο ισχυροί ώστε λίγες μόλις μέρες αργότερα η Αμερικανική κυβέρνηση ανέλαβε τη διάσωση της ασφαλιστικής American International Group (AIG). Η AIG είχε εκδόσει CDS αξίας πολλών εκατοντάδων δισ. δολαρίων. Με βάση αυτά τα συμβόλαια, η AIG ήταν υπόχρεη να παραδώσει εγγυήσεις (post collateral) αντίστοιχες με τις πιθανές ζημιές που θα καλείτο να καλύψει βάσει των τρεχόντων στοιχείων της αγοράς. Η Goldman Sachs ήταν αντισυμβαλλόμενος σε πολλά από αυτά τα ασφαλιστήρια, και σημαντικός παράγοντας στην δύσκολη θέση που βρέθηκε η AIG.
Το κόστος διάσωσης των Bear Stearns, Fannie Mae, Freddie Mac, και AIG για τους Αμερικανούς φορολογούμενους πιθανόν ξεπέρασε τα $200 δισεκατομμύρια.
Η αμερικανική κυβέρνηση μερικές ημέρες αργότερα ψήφισε το Troubled Assets Relief Program (TARP) συνολικής αξίας $700 δισ., για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αγοράζοντας ισόποσα mortgage backed securities, ενώ απαγόρευσε το short-selling των μετοχών για μεγάλο διάστημα. Οι κινήσεις αυτές ήρθαν να διορθώσουν με χρήματα της κοινωνίας, δηλαδή των Αμερικανών φορολογούμενων, την αποτυχία των κυβερνώντων να ασχοληθούν εγκαίρως και επαρκώς με την αγορά των παραγώγων, ώστε να μπορούν να την ρυθμίσουν με στόχο την αποφυγή συστημικής κατάρρευσης από ανάληψη παράλογων ρίσκων.
Η αγορά των παραγώγων, που είναι απαραίτητο συστατικό της διασποράς κινδύνων για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έφτασε σε ονομαστικό μέγεθος ως τα $600 τρισεκατομμύρια ή το δεκαπλάσιο του παγκοσμίου ΑΕΠ (στην πραγματικότητα τα χρήματα που αλλάζουν χέρια είναι λιγότερο από το 2% αυτού του μεγέθους υπό κανονικές συνθήκες). Η αγορά αυτή λειτουργεί ακόμα και σήμερα χωρίς επαρκείς και παγκόσμια εφαρμοστέους κανόνες κεφαλαιοποίησης, ρευστότητας, εγγυήσεων και κεντρικής καταγραφής και δημοσιοποίησης των ανειλημμένων κινδύνων από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε αυτήν.
Φυσικά αυτή η δυσλειτουργία και παρολίγον κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος με τις αλληλένδετες και περίπλοκες συνδιαλλαγές διασποράς επενδυτικών κινδύνων, προκάλεσε αρχικά την κατακραυγή για τους οίκους αξιολόγησης και τις ως τότε υπερβολικά επιεικείς αξιολογήσεις τους, ενώ ώθησε τους κεφαλαιούχους στην προσεκτικότερη παρακολούθηση των fundamentals αυτών στους οποίους δανείζουν το πολύτιμο κεφάλαιο που διαθέτουν.
Υπό αυτό το νέο φως, η Ελληνική οικονομία που αρχικά θεωρείτο λανθασμένα εξίσου ανταγωνιστική με τις βορειοευρωπαϊκές, με βάση την υπερεπιεική αξιολόγηση των Οίκων αξιολογήσεων και το κοινό νόμισμα, ξαφνικά απογυμνώθηκε για τις τεράστιες τρύπες στο ισοζύγιο πληρωμών, τα βαριά κρατικά ελλείμματα, τον τεράστιο όγκο του χρέους της, και ίσως σημαντικότερο όλων την αναξιοπιστία των στατιστικών μας που ουσιαστικά αφήνουν τον υποψήφιο δανειστή μας στο σκοτάδι αναφορικά στην δυνατότητα μας να εξυπηρετούμε το χρέος μας ή όχι.
Οι φωνές των κυβερνώντων για την αδυναμία τους να διοικήσουν και να εξυγιάνουν την Ελληνική οικονομία, παρομοιάζοντάς την με τον Τιτανικό για τα αυτιά των υποψήφιων δανειστών μας, συνέβαλλαν αποφασιστικά στον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές το 2010.
Αυτή η εγκληματικά ηλίθια συμπεριφορά από υποτιθέμενους "τσάρους", έκανε για τους υποψήφιους δανειστές μας ό,τι ακριβώς κάποιος που ζητάει δάνειο από μια τράπεζα, αλλά πληροφορεί τον υπεύθυνο χορηγήσεων ότι ούτε κερδοφορία έχει η επιχείρηση, ούτε οι ισολογισμοί είναι ακριβείς, ούτε έχει κάποιο σχέδιο λειτουργίας να την φέρει στα ίσια, ούτε και προτίθεται καν να την λειτουργήσει με τρόπο που να μην παράγει ζημίες, πόσο μάλλον να είναι συνεπής στην αποπληρωμή των τόκων του δανείου που αιτείται.
Μα πόσο πιο ηλίθιος από τον υποψήφιο δανειολήπτη πρέπει να είναι κάποιος για να του δανείσει χρήματα, και αν όντως ήταν τόσο ηλίθιος θα διαχειριζόταν τόσα χρήματα; Μετά μάλιστα και από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση που ανέβασε στο ζενίθ τη δυσπιστία των κεφαλαιούχων, άντε να βρεθεί κάποιος αρκετά βλάκας για να δανείσει τον αδαή.
Χλωμό.
* Ο Άγης Βερούτης είναι επιχειρηματίας, Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στις ΗΠΑ όπου και εργάστηκε σχεδόν είκοσι χρόνια
agissilaos@gmail.com