του Άγη Βερούτη
Μία θέση εργασίας που προστίθεται στο εργασιακό δυναμικό της χώρας καταρχήν αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα του ανθρώπου που εργάζεται, κατά το ποσόν της διαφοράς του μισθού του με το επίδομα της ανεργίας.
Δεύτερον μειώνει τα έξοδα του κράτους κατά το ποσόν του επιδόματος ανεργίας, και τρίτον αυξάνει τα έσοδα του κράτους κατά το ποσόν των ασφαλιστικών εισφορών εκείνου και του εργοδότη του.
Τέταρτον και σημαντικότερο, η υπεραξία που δημιουργεί με την εργασία του, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο κόστος δημιουργίας της θέσεως εργασίας και των εσόδων που απολαμβάνει η επιχείρηση από το προϊόν της εργασίας, διοχετεύεται στην οικονομία ως επένδυση της επιχείρησης σε υποδομές και υπηρεσίες, ενώ το περίσσευμα μοιράζεται στο κράτος ως φόρος επί των κερδών και μέρισμα στους μετόχους.
Η ευεργετική επίδραση στην οικονομία της αύξησης των θέσεων εργασίας δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία επένδυση σε ακίνητα ή εξαγορά εταιρειών που ήδη υπάρχουν. Στις περιπτώσεις αυτές απλά τα χρήματα αλλάζουν χέρια, και καταλήγουν σε κάποια τράπεζα, συχνά δε μάλιστα του εξωτερικού.
Δυστυχώς όμως, σαν πολιτικό προσωπικό, σαν καταναλωτές, και σαν επιχειρήσεις, στην Ελλάδα δεν δείχνουμε να έχουμε καταλάβει το συσχετισμό των αγοραστικών μας συνηθειών και της απασχόλησης στη χώρα. Περιμένουμε από μαγικά projects δισεκατομμυρίων να φέρουν την ανάπτυξη στη χώρα, όταν το κύριο μέλημα κάποιου έξωθεν επενδυτή είναι να δημιουργήσει κέρδη και να τα πάρει στην έδρα του. Αν η έδρα αυτή είναι στο Κατάρ ή τη Βρετανία ή τη Γερμανία, οι επενδύσεις αυτές τελικά θα μοιράζουν το όφελος ανάμεσα στις χώρες αυτές και την Ελλάδα.
Σχετικά με τους κρατικούς αξιωματούχους, η πράξη δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνονται πως αν δώσουν ένα κίνητρο σε κάθε εταιρεία να προσλάβει ένα νέο εργαζόμενο, πάνω από τον αριθμό που απασχολεί σήμερα, και της δώσουν την ευκαιρία να πληρώνει μόνο το μισθό του για ένα χρόνο χωρίς ασφαλιστικές εισφορές, σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα η ανεργία θα μειωθεί, με κύριο όφελος για το κράτος, αρχικά τουλάχιστον, την μη πληρωμή επιδομάτων ανεργίας, κυρίως όμως τις υπεραξίες και τα φορολογικά έσοδα που θα δημιουργήσει η πρόσθετη αυτή εργασία.
Από την πλευρά των καταναλωτών, η δύναμη να επηρεάσουμε τις εξελίξεις μας είναι άγνωστη. Συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε φορά που προτιμούμε να αγοράσουμε ένα εισαγόμενο προϊόν, ουσιαστικά εξάγουμε ένα μέρος μιας ελληνικής θέσεως εργασίας.
Αν για παράδειγμα αποφασίζαμε όλοι ότι θα αγοράζουμε απορρυπαντικά ελληνικής παραγωγής αντί για εισαγόμενα, η αύξηση του μεριδίου αγοράς των εγχώριων παραγωγών θα τους υποχρέωνε να αυξήσουν τον αριθμό των εργατών στο εργοστάσιο παραγωγής, τον αριθμό των πωλητών που υποστηρίζουν τα σημεία πώλησης, τον αριθμό των οδηγών που κάνουν τη διανομή των προϊόντων στα σημεία πώλησης, και ούτω καθεξής. Σύντομα θα βλέπαμε πολυεθνικές εταιρείες να ανοίγουν εργοστάσια στην Ελλάδα, προκειμένου να ξαναποκτήσουν πρόσβαση στην ελληνική αγορά, δημιουργώντας ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας, διότι πάντοτε θα υπάρχει ο “φαντασμένος” που θα επιμένει να πλένει τα ρούχα του με εισαγόμενο σαπούνι.
Αν αντίστοιχη είναι η αγοραστική μας συμπεριφορά για μια μπύρα που αγοράζουμε είτε στο σπίτι, είτε στο εστιατόριο, και επιμένουμε στο σουπερμάρκετ και στον εστιάτορα ότι αν δεν μας παρέχει ελληνική μπύρα δεν θα ξαναψωνίσουμε από εκεί ή δεν θα ξαναφάμε εκεί, τότε και οι επιχειρηματίες θα υποχρεωθούν να συνεισφέρουν στη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας που σήμερα εξάγουμε στα εργοστάσια της Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Αν σκεφτούμε ότι συνήθως χωρίς κάποιο πρόσθετο κόστος, και συχνά χωρίς καμία υποχώρηση στην ποιότητα, μπορούμε να βοηθήσουμε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας στην Ελλάδα, και οι άνθρωποι αυτοί μπορεί κάλλιστα αύριο να είναι πελάτες δικοί μας ή αν μη τι άλλο με τους φόρους που θα πληρώνουν θα ελαφρύνουν το δικό μας μερίδιο που θα πρέπει να συνεισφέρουμε στα έσοδα του κράτους, τότε καμία πραγματικά επιλογή δεν έχουμε από το να υποστηρίξουμε τα ελληνικά προϊόντα.
Υπολογίζοντας και το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών που δημιουργείται από την εισαγωγή προϊόντων που εύκολα θα μπορούσαμε να αγοράσουμε τα αντίστοιχα ελληνικά, φαντάζει εθνική προδοσία την επόμενη φορά που θα πάμε στο σουπερμάρκετ να αγοράσουμε προμήθειες για το σπίτι, να επιλέξουμε να πριμοδοτήσουμε το Γάλλο κτηνοτρόφο αντί για τον Ηπειρώτη, τον Ολλανδό ζυθοποιό αντί για τον Θεσσαλονικιό, τον Γερμανό κατασκευαστή απορρυπαντικών αντί για τον Έλληνα, και τον Σικελό ντοματοπαραγωγό λιαστής ντομάτας αντί για τον Σαντορινιό.
Στην οικονομική στενωπό που βρισκόμαστε, δυστυχώς, αν δεν πιαστούμε να στηριχτούμε ο ένας από τον άλλο, θα σωριαστούμε όλοι μαζί, απλά ίσως με μια μικρή καθυστέρηση αναμεταξύ μας. Όμως στο τέλος σίγουρα θα σωριαστούμε όλοι, εκτός αν αποφασίσουμε ότι συσπειρωνόμαστε τώρα σαν λαός και σαν οικονομικές μονάδες.
Τώρα όμως γιατί αύριο θα είναι αργά!
agissilaos@gmail.com