Η ορθολογική πολιτική σκέψη δεν μπορεί να μην διακρίνει σε διεθνές επίπεδο την τάση του ισχυρού να επιβάλλει το συμφέρον του στον ανίσχυρο. Η συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα εντοπίζεται από τα χρόνια του Θουκυδίδη, στην εποχή του Μακιαβέλι και συνεχίζεται στις ημέρες μας. Χαρακτηριστικό είναι το σύγχρονο παράδειγμα των Η.Π.Α., οι οποίες σύμφωνα με το δόγμα της νεορεαλιστικής «γραμμής» Brzezinski, «επιβάλλεται» να εμπλέκονται ενεργά στη διαμόρφωση πολιτικής άλλων χωρών. Άλλη περίπτωση είναι αυτή της Γερμανίας, η οποία, μέσω της άκαμπτης οικονομικής της πολιτικής, προωθεί την εδραίωση της γερμανικής επικυριαρχίας στην Ε.Ε., κόντρα στο όραμα μίας ελεύθερης και ανεξάρτητης Ευρώπης που θα την χαρακτηρίζουν η οικονομική συνεργασία, η κοινή πολιτική και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών.
Το εύλογο ερώτημα που αυθόρμητα γεννάται είναι σχετικό με τον ενδεδειγμένο τρόπο συμπεριφοράς των μικρών κρατών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τέτοιου είδους παρεμβάσεις με τις γνωστές επιπτώσεις. Οι άκαμπτες νεομακιαβελιστικές πολιτικές ορισμένων κέντρων εξουσίας έχουν ήδη προκαλέσει δυσφορία στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Η παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα κρατών-μελών της Ε.Ε., που οφείλεται εν πολλοίς και στην αδιέξοδη πολιτική του Βερολίνου, δίνει την δυνατότητα-δικαιολογία στην Ελλάδα και σ' άλλες χώρες να συμμαχήσουν ώστε να αντισταθούν.
Στην ουσία πρέπει να οδηγήσει την εκάστοτε πολιτική ηγεσία στην επιλογή μιας πολυδιάστατης πολιτικής νέων συμμαχιών, χωρίς να παρακάμψει τις ήδη υπάρχουσες. Εκ των πραγμάτων η μονόπλευρη προσκόλληση της Ελλάδας στην Δύση δε φαίνεται να εξασφαλίζει από μόνη της το μέλλον ενός οικονομικά και πολιτικά ασθενούς κράτους, όπως είναι η χώρα μας. Σίγουρα χρειάζεται πολλή δουλειά στο εσωτερικό, όσον αφορά στα αντικρουόμενα συμφέροντα, στη συνδικαλιστική ανωριμότητα, στα κρατικοδίαιτα κόμματα και σε κάθε είδους διαπλοκή, και κυρίως στην ανικανότητα των πολιτικών των τελευταίων χρόνων να επιβληθούν προς όφελος του κοινού συμφέροντος.
Όμως η αναγκαία προσπάθεια εντός των τειχών έχει ανάγκη, άρα στερείται μέχρι στιγμής ενός ρεαλιστικού στόχου, μιας πατριωτικής πολιτικής, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη, όμως, στα νέα δεδομένα. Δεν βρισκόμαστε, άλλωστε, στην δεκαετία του 90, κατά την οποία ήταν κυρίαρχη η μονοκρατορία των Η.Π.Α. Νέες δυνάμεις έχουν αναδυθεί ως αντίβαρο στο μονοπώλιο εξουσίας του αμερικανικού μοντέλου. Η άνοδος αυτών των νέων δυνάμεων προσφέρει στα μικρά κράτη ευκαιρία άσκησης πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής.
Η εθνική «αφυδάτωση», οφείλεται στον «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», όπως κατονομάζει ο Edward Said την «ήπια» επιβολή κουλτούρας και ιδεολογίας ενός ισχυρού οικονομικά ή στρατιωτικά έθνους σε μικρότερα, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η δημιουργία εθνικού κεφαλαίου και η εκπόνηση ρεαλιστικού πολιτικοοικονομικού σχεδιασμού. Η ανάπτυξη της θεωρίας της «ήπιας ισχύος» (soft power) από τον Josef Nye Jr. επιβεβαιώνει το προαναφερθέν και δίνει στην Ουάσινγκτον ένα σημαντικό πλεονέκτημα στη διαμόρφωση πολιτικών συμπεριφορών στο διεθνές σύστημα, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων. Εξάλλου ο Josef Nye Jr. είναι εκ των δημιουργών της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού, στο ακαδημαϊκό επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Όλες οι πολιτικές επιβολής χρειάζονταν ανέκαθεν μία ιδεολογία-δικαιολογία, προσαρμοσμένη στα μέτρα των εμπνευστών τους.
Εμπόδιο, σε τέτοιου είδους πολιτικές που είναι «ενδεδυμένες» με εύηχες ιδεολογίες, δύνανται να σταθούν ορθολογικές πολιτικές μακροχρόνιας εμβέλειας και προοπτικής. Αυτό χρειάζεται η Ελλάδα, όχι για να επιβληθεί ή να απομακρύνει ξένες επιρροές, αλλά για να ανανήψει. Η όποια θετική επιρροή στα πλαίσια της προόδου είναι υγιής, με τη βασική προϋπόθεση ότι πίσω δεν κρύβονται εξωθεσμικές σκοπιμότητες που στοχεύουν στην «υφαρπαγή» της λαϊκής κυριαρχίας, της ελληνικής περιουσίας αλλά και στον εκμηδενισμό της ατομικής-οικονομικής ελευθερίας. Η μερική παρέμβαση ενός ορθολογικά συμπεριφερόμενου κράτους κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζει όρους και κανόνες σε σχέση με την ελεύθερη αγορά, να παρεμβαίνει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και να δρα υποστηρικτικά στην ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ώστε να μην οδηγηθεί στην πλήρη και ανεξέλεγκτη κυριαρχία των πολυεθνικών.
Εν κατακλείδι κρίνεται άκρως αναγκαία η εκπόνηση μίας ειλικρινούς, πειστικής και διορατικής πολιτικής πρότασης που θα βασίζεται στην προώθηση των εθνικών-λαϊκών συμφερόντων, όπως πράττουν όλα τα σοβαρά μικρά ή μεγάλα κράτη του πολυκεντρικού κόσμου. Τέτοιου είδους πολιτικές δεν βασίζονται ούτε κρύβονται πίσω από τις όποιες ιδεολογίες, αλλά έχουν τις ρίζες τους στον πολιτικό ρεαλισμό, ο οποίος έχει παράδοση δυόμισι χιλιετηρίδων κι έχει δοκιμαστεί επιτυχώς στις διακρατικές σχέσεις και όχι μόνο. Δεν έχουν καμία σχέση με τις εθνικιστικές σάλπιγγες και τις βερμπαλιστικές εκφράσεις που οδηγούν τα κράτη στην εσωστρέφεια και την απομόνωση.
*Ο κ. Κίμων Γεωργακάκης είναι πολιτικός επιστήμων
Κίμων Γεωργακάκης
Το εύλογο ερώτημα που αυθόρμητα γεννάται είναι σχετικό με τον ενδεδειγμένο τρόπο συμπεριφοράς των μικρών κρατών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τέτοιου είδους παρεμβάσεις με τις γνωστές επιπτώσεις. Οι άκαμπτες νεομακιαβελιστικές πολιτικές ορισμένων κέντρων εξουσίας έχουν ήδη προκαλέσει δυσφορία στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Η παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα κρατών-μελών της Ε.Ε., που οφείλεται εν πολλοίς και στην αδιέξοδη πολιτική του Βερολίνου, δίνει την δυνατότητα-δικαιολογία στην Ελλάδα και σ' άλλες χώρες να συμμαχήσουν ώστε να αντισταθούν.
Στην ουσία πρέπει να οδηγήσει την εκάστοτε πολιτική ηγεσία στην επιλογή μιας πολυδιάστατης πολιτικής νέων συμμαχιών, χωρίς να παρακάμψει τις ήδη υπάρχουσες. Εκ των πραγμάτων η μονόπλευρη προσκόλληση της Ελλάδας στην Δύση δε φαίνεται να εξασφαλίζει από μόνη της το μέλλον ενός οικονομικά και πολιτικά ασθενούς κράτους, όπως είναι η χώρα μας. Σίγουρα χρειάζεται πολλή δουλειά στο εσωτερικό, όσον αφορά στα αντικρουόμενα συμφέροντα, στη συνδικαλιστική ανωριμότητα, στα κρατικοδίαιτα κόμματα και σε κάθε είδους διαπλοκή, και κυρίως στην ανικανότητα των πολιτικών των τελευταίων χρόνων να επιβληθούν προς όφελος του κοινού συμφέροντος.
Όμως η αναγκαία προσπάθεια εντός των τειχών έχει ανάγκη, άρα στερείται μέχρι στιγμής ενός ρεαλιστικού στόχου, μιας πατριωτικής πολιτικής, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη, όμως, στα νέα δεδομένα. Δεν βρισκόμαστε, άλλωστε, στην δεκαετία του 90, κατά την οποία ήταν κυρίαρχη η μονοκρατορία των Η.Π.Α. Νέες δυνάμεις έχουν αναδυθεί ως αντίβαρο στο μονοπώλιο εξουσίας του αμερικανικού μοντέλου. Η άνοδος αυτών των νέων δυνάμεων προσφέρει στα μικρά κράτη ευκαιρία άσκησης πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής.
Η εθνική «αφυδάτωση», οφείλεται στον «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», όπως κατονομάζει ο Edward Said την «ήπια» επιβολή κουλτούρας και ιδεολογίας ενός ισχυρού οικονομικά ή στρατιωτικά έθνους σε μικρότερα, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η δημιουργία εθνικού κεφαλαίου και η εκπόνηση ρεαλιστικού πολιτικοοικονομικού σχεδιασμού. Η ανάπτυξη της θεωρίας της «ήπιας ισχύος» (soft power) από τον Josef Nye Jr. επιβεβαιώνει το προαναφερθέν και δίνει στην Ουάσινγκτον ένα σημαντικό πλεονέκτημα στη διαμόρφωση πολιτικών συμπεριφορών στο διεθνές σύστημα, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αμερικανικών γεωπολιτικών συμφερόντων. Εξάλλου ο Josef Nye Jr. είναι εκ των δημιουργών της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού, στο ακαδημαϊκό επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Όλες οι πολιτικές επιβολής χρειάζονταν ανέκαθεν μία ιδεολογία-δικαιολογία, προσαρμοσμένη στα μέτρα των εμπνευστών τους.
Εμπόδιο, σε τέτοιου είδους πολιτικές που είναι «ενδεδυμένες» με εύηχες ιδεολογίες, δύνανται να σταθούν ορθολογικές πολιτικές μακροχρόνιας εμβέλειας και προοπτικής. Αυτό χρειάζεται η Ελλάδα, όχι για να επιβληθεί ή να απομακρύνει ξένες επιρροές, αλλά για να ανανήψει. Η όποια θετική επιρροή στα πλαίσια της προόδου είναι υγιής, με τη βασική προϋπόθεση ότι πίσω δεν κρύβονται εξωθεσμικές σκοπιμότητες που στοχεύουν στην «υφαρπαγή» της λαϊκής κυριαρχίας, της ελληνικής περιουσίας αλλά και στον εκμηδενισμό της ατομικής-οικονομικής ελευθερίας. Η μερική παρέμβαση ενός ορθολογικά συμπεριφερόμενου κράτους κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζει όρους και κανόνες σε σχέση με την ελεύθερη αγορά, να παρεμβαίνει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και να δρα υποστηρικτικά στην ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ώστε να μην οδηγηθεί στην πλήρη και ανεξέλεγκτη κυριαρχία των πολυεθνικών.
Εν κατακλείδι κρίνεται άκρως αναγκαία η εκπόνηση μίας ειλικρινούς, πειστικής και διορατικής πολιτικής πρότασης που θα βασίζεται στην προώθηση των εθνικών-λαϊκών συμφερόντων, όπως πράττουν όλα τα σοβαρά μικρά ή μεγάλα κράτη του πολυκεντρικού κόσμου. Τέτοιου είδους πολιτικές δεν βασίζονται ούτε κρύβονται πίσω από τις όποιες ιδεολογίες, αλλά έχουν τις ρίζες τους στον πολιτικό ρεαλισμό, ο οποίος έχει παράδοση δυόμισι χιλιετηρίδων κι έχει δοκιμαστεί επιτυχώς στις διακρατικές σχέσεις και όχι μόνο. Δεν έχουν καμία σχέση με τις εθνικιστικές σάλπιγγες και τις βερμπαλιστικές εκφράσεις που οδηγούν τα κράτη στην εσωστρέφεια και την απομόνωση.
*Ο κ. Κίμων Γεωργακάκης είναι πολιτικός επιστήμων
Κίμων Γεωργακάκης