
Το παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή την έρευνα που πρόκειται να διεξαχθεί σε 16 σχολεία της Κεφαλονιάς και αντανακλά την ανησυχία μας σχετικά με την χρήση των συμπερασμάτων που μπορεί να προκύψουν από μια τέτοια διαδικασία. Δεν αποτελεί ακύρωση της ερευνητικής διαδικασίας αυτής καθεαυτής, ούτε και αποτελεί προσπάθεια κινδυνολογίας. Βασίζεται σε μια αποτίμηση μιας σχετικής εμπειρίας που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια και αποτελεί προϊόν έντονου προβληματισμού σχετικά με τις συνολικές συνθήκες που επιβαρύνουν τη ζωή του σημερινού εφήβου.
Δεν είναι καινούριο φαινόμενο στην έρευνα η προσπάθεια βιολογικοποίησης και ιατρικοποίησης κοινωνικών φαινομένων. Διαχρονικά έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες αντίστοιχες έρευνες (έρευνες συσχέτισης της εμφάνισης ψυχικής νόσου με τη φυλή, με την κοινωνική τάξη, με το φύλο κ.ά. και αντίστοιχες ερμηνείες που ακολούθησαν.)
Αντίστοιχες θεωρίες και ερευνητικές πρακτικές αναβιώνουν σήμερα, παρεμβαίνοντας στην παιδική και εφηβική ζωή, επιχειρώντας να συσχετίσουν εκδηλώσεις αυτής της ηλικίας ( π.χ παιδικό στρες, υπερκινητικότητα, παιδική και εφηβική επιθετικότητα κ.ά ), οι οποίες προκαλούνται από μια σειρά παράγοντες, ως επί το πλείστον κοινωνικούς, αποκλειστικά με την ύπαρξη βιολογικής προδιάθεσης.
Χαρακτηριστικό είναι το σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του σχεδίου Μπους για την Ψυχική Υγεία στις ΗΠΑ, το οποίο ξεκίνησε το 2002. Το σχέδιο αυτό προωθούσε ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα ψυχικής υγείας που αφορούσε τον έλεγχο όλου του πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένων όλων των παιδιών σχολικής και προσχολικής ηλικίας). Το παραπάνω βασίστηκε στην πιθανότητα ύπαρξης «ψυχικών διαταραχών» ήδη παρόντων ή με προδιάθεση να αναπτυχθούν στο μέλλον , έτσι ώστε τα παιδιά να κάνουν «έγκαιρη θεραπεία» με ψυχοφάρμακα.
Το κάθε παιδί δηλαδή θα ελέγχονταν βάσει ενός «επιστημονικού» αλγορίθμου (TMAP) που είχε προκύψει από «έγκυρες» έρευνες και μελέτες και ανάλογα με την συμπεριφορά που θα παρουσίαζε (πχ αν ήταν άτακτο, ζωηρό, αν μιλάει πολύ ή λίγο κτλ) θα εντασσόταν σε μια διαγνωστική κατηγορία και θα του χορηγούνταν η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Μέσω του παραπάνω αλγορίθμου, έγινε προσπάθεια να προωθηθούν πανάκριβα φάρμακα σε παιδιά σχολικής ηλικίας, τα οποία εκτιμήθηκε ότι παρουσιάζουν «προβλήματα συμπεριφοράς».
Στόχος του προγράμματος αυτού ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα των εμπνευστών του, «η διάγνωση και πρόληψη των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών» και «η πλήρης ενσωμάτωση των ψυχικά πασχόντων στην κοινότητα».
Για την επιβεβαίωση των παραπάνω διεξήχθη ένας μεγάλος αριθμός ερευνών που επιχειρούσαν τη συσχέτιση μεταξύ βιολογικής προδιάθεσης και εκδήλωσης άγχους, κατάθλιψης, υπερκινητικότητας, ελλειμματικής προσοχής , επιθετικότητας στα παιδιά και τους εφήβους. Η επιβεβαίωση της συσχέτισης που προέκυψε από κάποιες έρευνες, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, έπασχαν μεθοδολογικά και τα δεδομένα τους παραποιήθηκαν, άνοιξε το δρόμο της εισόδου των ψυχοφαρμάκων στα σχολεία με τον πλέον νομότυπο και επιστημονικοφανή τρόπο.
Για τους λόγους αυτούς διευρύνονται συνεχώς οι διαγνωστικές κατηγορίες για να περιλαμβάνουν ολοένα και περισσότερους «νέους πάσχοντες» ενώ συμπεριφορές που μέχρι πρότινος ήταν «φυσιολογικές» μετατρέπονται σε «παρεκκλίνουσες» και «παθολογικές» που χρειάζονται «θεραπεία» και «φαρμακευτική αγωγή». Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των παιδιών που είναι «ανυπάκουα ή ζωηρά» στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, ενώ η ίδια συμπεριφορά θα χαρακτηρίζονταν «ανεκτή ή φυσιολογική» στα πλαίσια πχ του παιχνιδιού.
Το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο δηλαδή ,σύμφωνα με τη αυτή τη λογική, φαίνεται να μην έχει καμία ευθύνη για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ανθρώπων αλλά την ευθύνη για την παθολογία τους έχουν αποκλειστικά οι ίδιοι, οι ορμόνες τους και τα γονίδιά τους. Σύμφωνα με τέτοιες έρευνες, ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα υγιές και υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον με πλήρη πρόσβαση σε παιδεία, υγεία, πολιτισμό, εργασία έχει τις ίδιες πιθανότητες να αναπτύξει βίαιη συμπεριφορά ή ψυχοπαθολογία με ένα παιδί που μεγαλώνει με μια διαλυμένη οικογένεια, σε ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον που του στερεί την πρόσβαση στα παραπάνω, αν έχει τα λάθος γονίδια ή ορμόνες !
Με βάση την παραπάνω εμπειρία, θα πρέπει να ιδωθεί με ιδιαίτερη προσοχή η χρήση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν από την έρευνα που πρόκειται να διεξάγει η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σε 16 σχολεία της Κεφαλονιάς, σχετικά με τη «διαγνωστική εκτίμηση συμπτωμάτων Κατάθλιψης και Επιθετικότητας στους έφηβους από τα επίπεδα συγκέντρωσης κορτιζόλης». Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, στόχος είναι η «εκτίμηση και αξιολόγηση του προεφηβικού στρες με σκοπό την πρόγνωση, αντιμετώπιση και πρόληψή του κατά την εφηβεία».
Χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας στερείται επιστημονικής μεθοδολογίας - άλλωστε διεξάγεται από επίσημο φορέα , έχει την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και τελεί υπό την αιγίδα του Ιατρικού Συλλόγου -, είναι αναγκαίο να επισημανθεί πως η χρήση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν από αντίστοιχες έρευνες μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, με βάση την εμπειρία που προκύπτει από παραπάνω.
Είναι γνωστό πως στη στατιστική ανάλυση είναι πολύ εύκολο να διαφανεί συσχέτιση μεταξύ δύο μεταβλητών. Η συσχέτιση όμως αυτή δεν υποδηλώνει απαραίτητα σχέση αιτίου - αιτιατού, καθώς στην παραγωγή ενός φαινομένου παρεμβάλλονται και συμβάλλουν πολλοί παράγοντες.
Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και αν διαπιστωθεί συσχέτιση μεταξύ της συγκέντρωσης ορμόνης κορτιζόλης (φυσική ορμόνη άμυνας στρεσσογόνων καταστάσεων του οργανισμού) κατά την προεφηβική περίοδο και των εκδηλώσεων «προεφηφικού στρες», μέσω του ερωτηματολογίου που θα χορηγηθεί στους μαθητές, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο εντοπισμός της συγκέντρωσής της κατά την παιδική ηλικία μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό «παράγοντα πρόληψης της Επιθετικότητας και της Κατάθλιψης στους εφήβους», καθώς στην εκδήλωση της Επιθετικότητας και της Κατάθλιψης στους εφήβους συμβάλλουν μια σειρά παράγοντες, ως επί το πλείστον κοινωνικοί, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.
Μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς το επόμενο βήμα τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε να είναι η χορήγηση αντίστοιχου φαρμάκου κατά την παιδική ηλικία που να μειώνει τα επίπεδα του «προεφηβικού στρες» (το οποίο σύμφωνα με την έρευνα φαίνεται από τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης), με σκοπό την «πρόληψη των συμπτωμάτων Κατάθλιψης και Επιθετικότητας κατά την εφηβεία». Είναι γνωστό πως το κίνητρο των φαρμακευτικών εταιριών είναι το κέρδος, οπότε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει μια τέτοια εξέλιξη.
Δε μπορεί κανείς να βγάλει ασφαλή και έγκυρα συμπεράσματα για την εκδήλωση συμπτωμάτων άγχους στην προεφηβική και εφηβική περίοδο, αν δε συμπεριλάβει στην εκτίμησή του τις ιδιαιτερότητες της μεταβατικής αυτής περιόδου και τις συνθήκες ζωής του εφήβου.
Η περίοδος αυτή, είναι από τη φύση της ιδιαίτερη και μεταβατική, καθώς συντελούνται τεράστιες αλλαγές τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό – συναισθηματικό επίπεδο. Ο έφηβος έχει έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, αναζητά την ταυτότητά του, αναζητά πρότυπα προς ταύτιση, ονειρεύεται , ενθουσιάζεται, απογοητεύεται.
Όταν δε βρει υγιή πρότυπα προς ταύτιση, ούτε πλαίσια έκφρασης της δημιουργικής του ανάγκης, στα πλαίσια αναζήτησης της ταυτότητάς του, συχνά καταλήγει να ταυτίζεται με ομάδες με επιθετική και παραβατική συμπεριφορά, να βιώνει τον εαυτό του ως μέλος ομάδων στο διαδίκτυο, να πειραματίζεται με βλαπτικές συνήθειες και να πέφτει συχνά θύμα εκμετάλλευσης όλων των παραπάνω.
Η εφηβική περίοδος στην παρούσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από τις συνθήκες ζωής των εφήβων. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους το περνάνε σε ένα σχολείο που τους στερεί το βιβλίο, τους δασκάλους, τη γνώση, την ουσιαστική μόρφωση και παιδεία, τη δυνατότητα ανάπτυξης και καλλιέργειας της προσωπικότητάς τους , της δημιουργικής έκφρασης και αποτελεί απλά ένα εξεταστικό κέντρο και ένα πεδίο οξύτατου ανταγωνισμού μεταξύ των μαθητών. Το υπόλοιπο της ημέρας τους το περνάνε στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν περισσότερες πιθανότητες εισαγωγής σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Είναι λογικό όλη αυτή η διαδικασία που στερεί από τον έφηβο βασικές ανάγκες που έχει αυτή την περίοδο να του προκαλεί αυξημένο άγχος, θλίψη, νευρικότητα, ακόμη και επιθετικότητα κάποιες φορές, καθώς όλη η ζωντάνια και η διάθεση δημιουργίας αυτής της περιόδου εγκλωβίζεται στα παραπάνω.
Επιπλέον, η καθημερινότητα του εφήβου επηρεάζεται άμεσα από την καθημερινότητα των γονέων του, αλλά και από τη γενικότερη υπάρχουσα κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία. Όταν ο καπιταλισμός επιβάλλει την ανεργία, τη φτώχεια, την υποβάθμιση της ζωής και των αναγκών, την ανυπαρξία πρόσβασης σε υγεία, παιδεία, πολιτισμό, αθλητισμό, όταν προβάλλει σαν πρότυπο ζωής τη «ναρκωκουλτούρα», είναι λογικό η διάθεση του εφήβου να επηρεάζεται και να βιώνει αυξημένο άγχος, ανασφάλεια για το αύριο, έλλειψη ελπίδας, αίσθηση αδιεξόδου. Όλα αυτά μπορεί να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τις εκδηλώσεις άγχους, καταθλιπτικής διάθεσης, επιθετικότητας.
Τα παραπάνω εκδηλώνονται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που είναι η όξυνση των αδιεξόδων του καπιταλισμού, δεν είναι εγγενή χαρακτηριστικά του εφήβου. Το να αθωωθεί το πλαίσιο αυτό και τέτοιες εκδηλώσεις να αποδοθούν αποκλειστικά στη βιολογία , αποτελεί τεράστιο κίνδυνο. Άλλωστε ως «παρεκκλίνουσα ή επιθετική συμπεριφορά» μπορεί να χαρακτηριστεί από την απλή συναισθηματική αντίδραση του εφήβου στα παραπάνω, μέχρι και την διεκδικητική και αγωνιστική στάση ζωής.
Γίνεται ξεκάθαρο σ' αυτήν την περίπτωση πως η μη προσεκτική χρήση των συμπερασμάτων αντίστοιχων ερευνών στρώνει το έδαφος για την νομότυπη καταστολή της οποιασδήποτε παρέκκλισης και τον αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό έλεγχό της.
Ακόμη, πέρα από τις διαβεβαιώσεις ότι «η έρευνα πληροί όλες τις επιστημονικές και ερευνητικές προδιαγραφές που διέπουν τις αρχές τήρησης του Ιατρικού Απορρήτου», είναι εύλογο να διατηρεί κανείς σοβαρές επιφυλάξεις, καθώς πρόκειται για γενετικό υλικό μαθητών που θα ληφθεί μέσω δείγματος μαλλιών και σιέλου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Τίθεται λοιπόν και ηθικό ζήτημα εκτός των άλλων.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για πρόληψη, πραγματική πρόληψη των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο έφηβος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την πάλη για πρόσβαση της νεολαίας σε υγεία, παιδεία, εργασία, πολιτισμό, αθλητισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να ιδωθεί και η συμβολή του Πανεπιστημίου, όπου πρέπει να διεξάγει έρευνα αποκλειστικά προς όφελος του λαού, διερευνώντας τις πραγματικές αιτίες που υποβαθμίζουν και επιβαρύνουν τη ζωή και την υγεία του και συμβάλλοντας στην προσπάθεια πρόσβασης του σε μια ζωή με όσα ο άνθρωπος δικαιούται!
Ζιάννη Αφροδίτη, Ψυχολόγος,
Δρακάτος Γιάννης, Κοινωνιολόγος
Παπαδάτου Αικατερίνη, Κοινωνική Λειτουργός