21
ΜΑΪΟΥ 1864
Ας
θυμηθούμε βρε παιδιά τη μέρα τη μεγάλη,
που
Μομφεράτοι και Ζερβοί, και τόσοι άνδρες άλλοι,
Κεφαλλονίτες
με αίσθημα και θάρρος στην ψυχή τους,
ελάμπρυναν
κι εδόξασαν κι’ αυτοί την εποχή τους
Οι νέοι
π’ ανασταίνονται, να μην αλησμονάνε
πως αν
ελεύτερη ζωή σαν Έλληνες περνάνε,
σ’
εκείνους την οφείλουνε τους γέροντες προμάχους,
που
δέσμιοι, σε φυλακές, και εξόριστοι σε βράχους,
ακλόνητοι
στο αίσθημα και στην πεποίθησή τους,
επάλαισαν
και εδείξανε μεγάλο το νησί τους.
Γιορτή
δεν έχει το νησί καμία πιο μεγάλη!
Με του
Μαγιού τις εμορφιές, μαζύ κι εκείνη θάλλει
η
ολοφώτεινη γιορτή, η τιμημένη μέρα,
που
ορφανούς μας ένωσε με τη γλυκειά μητέρα.
Να
θυμηθούμε βρε παιδιά, της αρετής τους χρόνους,
και
δαφνοστεφανώσωμεν ατρόμητους προγόνους,
που δεν
εφοβηθήκανε μπροστά στον εθνισμό τους,
τη
φούρκα πω’ φοβέριζε να πνίξει το λαιμό τους.
Το
μνήμα προσκυνήσετε του κάθε Ριζοσπάστη,
πω’
πάλαισε κι ενίκησε τον ισχυρό δυνάστη,
κι’
εστόλισε δια χρυσής και φωτεινής σελίδος,
την
ιστορίαν της σεμνής ευάνδρου μας Πατρίδος.
Να
θυμηθούμε βρε παιδιά, τη μέρα την μεγάλη,
που
Μομφεράτοι και Ζερβοί και τόσοι άνδρες Άλλοι
επλούτισαν
τα ιερά της Νήσου μας εδάφη
μ΄ανδρείας,
γενναιότητος και αρετής χρυσάφι.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΛΦΕΤΑ
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΧΟΙ: ΝΙΚΟΥ ΣΟΥΡΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΛΙΝΟΥ ΚΟΚΚΟΤΟΥ
Οι
Ριζοσπάστες θα σημαίνουν κι οι αντάρτες
στο
Ιερό ο παπα – Ληστής θα λειτουργεί
ο
Χοϊδάς και ο Αντύπας θα’ ναι ψάλτες
και το
εκκλησίασμα όλοι μας οι νεκροί.
Μήνυμα
στέλνει ο Χοϊδάς απ’ το κελί του
η
σφαίρα μες’ στο στήθος του αιμορραγεί
όλο πιο
δυνατά ακούγεται η φωνή του
ίσοι
κι’ αδέρφια είμαστε όλοι σ’ αυτή τη γη.
Αυτοί
που οι Εγγλέζοι κρέμασαν στο κίνημα στη Σκάλα
κι
αυτοί που απ’ το μαστίγωμα το σώμα τους πονεί
θ’
ανταμωθούμε σήμερα μ’ όσους στην κρεμάλα
έναν
αιώνα αργότερα στείλανε οι Γερμανοί
Φθάνει
ο Αντύπας να μας πει αυτό που κρύβει
κρατάει
την Άνοιξη στα χέρια του σφιχτά
μα ο
δολοφόνος του ζυγίζει το μολύβι
τα
ματωμένα ρούχα γίναν φυλαχτά.
Ο Αι
Δημήτρης πέρασε για το Λεσίνι
Οι
τοίχοι είναι κόκκινοι για την Πρωτομαγιά
Τα
Μουζακάτα κάηκαν, το φως δεν σβήνει
π’
άναψε μεσ’ το στήθος μας η Λευτεριά
Ο ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΩΝ
Μουσική: Νικολάου Τζανή-Μεταξά Ποίηση: Γερασίμου Μαυρογιάννη
(1825
– 1887) (τον
έγραψε το 1848)
Κι’ αν δεν
κόπτη το σπαθί μου
Κι’ η αιχμή
του αν δεν τρυπάει
Η ψυχή δεν
λησμονάει
Πως επλάσθη
Ελληνική.
Των εχθρών
μισώ τα δώρα
Δεν τα θέλω,
ας τα κρατήσουν
Τους μισώ κι’
ας με μισήσουν
Προτιμώ την
φυλακήν.
Στο λαμπρό
μέλλον μου ελπίζω
Βλέπων την
ελευθεριά μου
Και ξεχάνω τη
Σκλαβιά μου!
Θάλθη
ολόλαμπρος Αυγή!
Θάλθη, Θάλθη,
ναι, μια μέρα
Που θα
ξεσχισθούν Συνθήκαι
Κι’ όποιος σε
άλυσαις εμβήκε
Πάλι ελεύθερος
θα βγή!
Είμαι Έλλην το
καυχώμαι
Ξέρω την
καταγωγή μου
Κι η Ελληνική
ψυχή μου
Ελευθέρα πάντα
ζή! *
*(Η
στροφή αυτή του Ύμνου είναι πρόσθετη, Μακεδονικής προέλευσης)
Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
ΕΝ ΛΗΞΟΥΡΙΩ
(21 ΜΑΪΟΥ 1864)
Τις δύναται να περιγράψει τα
γενικά εκείνα αισθήματα του πανικού φόβου και του Εθνικού ενθουσιασμού τα οποία
καταλαμβάνουν και κατακυριεύουν ολόκληρους λαούς και ολόκληρα έθνη και τα οποία
πολλαπλασιάζονται επί τον μέγαν αριθμόν των συναισθανομένων αυτά και ούτω,
μεγενθυνόμενα επ’ άπειρον, εκδηλούνται και παρασύρουσι πάν εμπόδιον και
αφηνιάζουσιν από πάντα λογικόν χαλινόν και πολλάκις και από πάσαν ευπρέπειαν
και εθυματυπίαν;
Αί
λέξεις ευθουσιασμός, μάθη, φρενίτις, τρέλλα και τα παρόμοια ατελώς μόνον
εκφράζουσι τα αισθήματα ταύτα των ανθρωπίνων μαζών και μάλιστα όταν πρόκειται
περί εθνικών γεγονότων επιτυγχανομένων κατόπιν πολυχρονίων πνευματικών και
πολιτικών αγώνων και σωματικών εξοριών και αρκούσης και λίαν ευκόλως
καταληπτικής διδασκαλίας επί της εθνικής ψυχής.
Ο
λαός των Ιονίων νήσων, ζήσας πεντακόσια περίπου έτη μετά Ευρωπαϊκών λαών,
ευράθη κατά τη στιγμή της ενώσεώς του μετά της μητρός Ελλάδος αρκετά
χειραγωγημένος και ανεπτυγμένος πολιτικώς, εθνικώς, επιστημονικώς, κοινωνικώς,
κ.λ.π. Διά τούτο αντελήφθη πολύ καλώς ποίαν αξίαν είχεν η Ένωσις και η
επιβράβευσις τόσων αγώνων των τε πολιτικών αρχηγών και απλών στρατιωτών της
ιδέας της Ενώσεως. Ο λαός ούτος είχε προ πολλού πλήρη συναίσθησιν της ιδέας της
Ελληνικής πατρίδος, της Ελληνικής σημαίας και της ολοκληρωτικής εθνικής των
Ελλήνων αποκαταστάσεως. Διά τούτο εν επιγνώσει της αξίας των γεγονότων, τα
οποία ωφείλοντο αποκλειστικώς και μόνον εις τους ριζοσπαστικούς αγώνας αυτού
του ιδίου, εώρταζε μετ’ ακρατήτου ενθουσιασμού προ πολλών ήδη ημερών το
τετελεσμένον πλέον γεγονός της Ενώσεως, παρ’ όλας τας αμφιβολίας και τας
ματαιουμένας ως ημέραι ελπίδας των καταχθονίων.
Προ
πολλών ημερών αι Έλληνικαί σημαίαι και παντοίος διάκοσμος και ποικίλος οικιών
και καταστημάτων εμεγεθύνετο και επεξετείνετο και εις την πέριξ εορτάζουσαν
φύσιν της Ανοίξεως, των κατοίκων τα φαιδρά πρόσωπα και τα φαιδρότερα άσματα
επανελαμβάνοντο ανά την ύπαιθρον πάσαν υπό των πτερωτών υμνητών του έαρος της
φύσεως και του πολιτικού έαρος της Επτανήσου, το οποίον ήρχετο ματά μακρόν και
βαρύν πολιτικόν και εθνικόν χειμώνα. Πανταχού εβασίλευεν η χαρά και η
αγαλλίασις: και εις τας πόλεις και εις τα χωρία και εις τους αγρούς και εις την
θάλασσαν και εις τον ουρανόν. Μόνον ολίγων καταχθονίων τα πρόσωπα εφανέρωνον
την δυσπιστίαν ακόμη και παρετήρουν ουχί διά να θαυμάσουν και να χαρούν, αλλά
διά να σημειώσουν στόχους προς μέλλουσας αντεκδικήσεις. Αλλ’ ο υπερήφανος και
ευγενής λαός της Επτανήσου αντιπαρήρχετο χωρίς να παρατηρεί τα ύποπτα και
ιοβόλα και φθονερά εκείνα βλέμματα, συγχωρών τα πάντα επί τη Αναστάσει του,
ουδαμώς εκδικούμενος, ίνα μη μολύνη την ευγενή της ψυχής του χαράν. Δεν είχεν
άλλως τε και καιρόν προς αντεκδικήσεις, διότι έπρεπε να αφιερώση όλον τον
χρόνον του δια τας προπαρασκευάς και προετοιμασίας του εορτασμού της Μεγάλης
ημέρας, η οποία ανέτειλεν ευρόσυνος, γαλήνιος, χαροποιός και σφριγώσα ημέρα του
έαρος, πλήρης οργασμού και ζωής και κινήσεως και χαράς διά την ξηράν και την
θάλασσαν και τον ουρανόν, πλήρης δε εθνικών και νικητηρίων παιάνων και
αλαλαγμών χαράς διά τα στήθη του Επτανησιακού λαού. Πόσον ταχέως παρέρχονται αι
ώραι της χαράς! Οι κάτοικοι του Ληξουρίου ενόμιζον την ημέραν εκείνην, ότι
μόλις είχον εξυπνήσει προ ολίγου, ότε οι κώδωνες του ναού του Παντοκράτορος
περί την ενδεκάτην και ημίσειαν πρωϊνήν ώραν προσεκάλουν τους κατοίκους εν
αυτώ, διά την επί τόσους αιώνας αναμενόμενην Δοξολογίαν εκείνην, ήτις εφαίνετο
ούσα συνέχεια της τελευταίας και ατελειώτου παραμεινάσης λειτουργίας εν τω ναώ
της Αγίας Σοφίας εν Κων/πόλει. Τον ναόν τούτον την ημέραν εκείνην εστόλιζον τα
ωραία της Επτανησιακής ανοίξεως άνθη, αλλά και οι αδάμαντες των δακρύων της
χαράς και η αρμονία των λυγμών και της συγκινήσεως των εκκλησιαζομένων, οίτινες
μετά το πέρας αυτής, έχοντες επικεφαλής τον Αγγλικόν στρατόν μετά των
αξιωματικών του και την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου μετά των ιερέων της
πόλεως, μετέβησαν εις την προκυμαίαν, όπου εκυμάτιζεν ακόμη από τινος ιστού η
Αγγλική σημαία, εκατέρωθεν της οποίας υπήρχον τοποθετημένα τα δύο μεγαλύτερα
κανόνια της πόλεως: Ο Κάρλος και ο Λούτσος. Εκ των οποίων το μεν ωνομάζετο
Κάρλος εκ του ονόματος του εξ ού προήρχετο εργοστασίου “Karlo e Figlio” (εκ της οποίας λέξεως προήλθεν
ίσως η ονομασία Καρυοφίλι), το δε
δεύτερον, ο Λούτσος, ήτο εξ άλλου τινός ομωνύμου εργοστασίου. Αμφότερα δε ταύτα
μετέφερον εκεί αι κάτοικοι του Ληξουρίου εκ του παρά τους Αγ. Αποστόλους
παλαιού Ενετικού πυροβολείου, όπερ διά τούτο ελέγετο «στρατώνας» εκεί όπου σήμερον υπάρχει το νεκροταφείον της πόλεως.
Αλλ’ ήδη το εν τω κανονίων τούτων ήρξατο ρίπτον είκοσι και ένα πυροβολισμούς,
ενώ η Αγγλική σημαία κατεβιβάζετο εν μέσω επευφημιών των Άγγλων και των φίλων
των καταχθονίων. Παραλαβόντες δε την σημαίαν των οι Άγγλοι εισήλθον εις τας ετοίμους λέμβους των, αίτινες
μετέφερον των Αγγλικόν στρατόν εις
Αργοστόλιον, οπόθεν δι’ Αγγλικών πλοίων μετεφέρθησαν εις Κέρκυραν. Ενώ δε ο
κόσμος παρηκολούθει την επιβίβασιν και την αναχώρησιν των Άγγλων, οι
πυροβολισμοί του άλλου κανονίου ηνάγκασαν αυτόν να στρέψη τα βλέμματα προς
ανυψουμένην ήδη επί του αυτού ιστού γαλανόλευκον Ελληνικήν σημαίαν, της οποίας
την ανύψωσιν επικολούθησε πανδαομόνιον ζητοκραυγών, πυροβολισμών, ασπασμών και
δακρύων χαράς και αγαλλιάσεως. Ωραιότερον φαγητόν δεν έφαγον οι κάτοικοι της
πόλεως ταύτης και ωραιότερον και αφθονότερον οίνον δεν έχυσαν παρά την ημέραν
εκείνην. Λαμπροτέρα δε φωταψία και φωταγωγία οικιών και ατόμων δεν εγένετο παρά
την εσπέραν εκείνην, διότι ήτο και ωραίος καιρός.
Εν
τω μέσω δε όλης αυτής της τρέλλας και της ελλείψεως πάσης αστυνομικής δυνάμεως
ουδέν δυσάρεστον, ουδέν λυπηρόν γεγονός εσημειώθη τούτο δε αποδεικνύει την
πραγματικήν και άδολον, την γενικήν και αμέριστον χαράν του πλήθους, από το
οποίον ουδείς εσκέφθη κατά την ημέραν εκείνην και τας επομένας το κακόν και την
λύπην, αλλά την χαράν, την ευγένειαν και τον γέλωτα. Μόνον ο Γεράσιμος Κεφαλάς,
ο αδελφός του αποβιώσαντος Παπά – Στάθη Πατεράκη εφημέριου του ναού του Αγίου
Νικολάου των Μηνιατών, έλαβε libretto, ήτοι πασαπόρτι , (διαβατήριον),
προς αναχώρησιν εκ Κερκύρας όπου διέμενε, διατηρήσας την Αγγλικήν υπηκοότητα.
Οπόθεν αναχωρήσας μετά πολλών άλλων καθολικών και διαμαρτυρομένων ο ορθόδοξος
αυτός μετέβη εις την Αγγλίαν, όπου και εγκατεστάθη. Ούτως ο Κεφαλάς ην τέκτων
και είχε μάλιστα ανώτερον βαθμόν του τότε πρίγκηπος της Ουαλλίας και κατόπιν
βασιλέως της Αγγλίας Εδουάρδου του Ζ΄, τον οποίον, πρίγκηπα, όντα προσεκάλεσεν
ο Κεφαλάς εις δείπνον, το οποίον εκείνος εδέχθη. Εν Αγγλία ο Κεφαλάς έζη
μεγαλοπρεπώς και εσπούδασε καλώς τα τέκνα του, εν των οποίων εστάλη εις την
Αφρική Sierra Leone ως διευθυντής του Τηλεγραφείου,
και ως αντιπρόσωπος της Ελλάδος, όπου εώρταζε μεγαλοπρεπώς την ημέρα του
Ευαγγελισμού.
Ο
πρώτος Έλλην αξιωματικός Ζήσιμος Μπασδέκης, ο φυτεύσας την ημέραν της αφίξεώς του εις την νυν
πλατείαν του Πετρίτση την γηραιάν ήδη λεύκην της Ενώσεως. Αλλά και οι Έλληνες
ούτοι στρατιώται αφικόμενοι εις Ληξούριον ουδεμίαν άλλην εργασίαν είχον ειμή να
φιλοξενώνται και να συλλέγουν αφθόνους τιμάς και περιποιήσεις από τε των
καταστηματαρχών και των οικογενειαρχών, εις τα τέκνα των οποίων ως αμοιβήν
επέτρεπον να φέρωσιν επί της κεφαλής των μεθ’ υπερηφανείας τα πιλίκιά των, επί
των οποίων υπήρχε το Ελληνικόν στέμμα και το Ελληνικόν εθνόσημον, και να
φωνάζωσιν υψούντες αυτά εις τον αέρα: ΖΗΤΩ
Η ΕΛΛΑΣ.
Ευάγγ.
Τσιμαράτος
ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 9ης ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΠΕΡΙ ΕΝΩΣΕΩΣ
Επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία
και η εθνικότητα εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα.
Επειδή
ο λαός της Επτανήσου, ως απαρτίζων μέρος αναπόσπαστον της Ελληνικής φυλής,
στερείται σήμερον της πραγματικής του απόλαυσης και εξασκήσεως των τοιούτων
δικαιωμάτων.
Επειδή
προς τοίς άλλοις εξέλειψαν πλέον αι αφορμαί ένεκα των οποίων ετέθη υπό την
Αγγλικήν προστασίαν, δυνάμει συνθήκης εις την οποίαν ουδεμίαν ποτέ έδωκε
συγκατάθεσιν.
Επειδή
τέλος μερίς τις της Ελληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει δηλαδή η
απελευθερωθείσα Ελλάς, ανέκτησε τα κυριαρχικά και τα εθνικά αυτής δικαιώματα.
Δι’
όλα ταύτα ελευθέρα Βουλή των αντιπροσώπων της Επτανήσου
Διακηρύττει:
ότι η ομόθυμος στερρά και
αμετάτρεπτος θέλησις του Επτανησιακού Λαού είνε η ανάκτησις της ανεξαρτησίας
και η ένωσις αυτού με το λοιπόν Έθνος του, την απηλευθερωμένην Ελλάδα.
Η
παρούσα διακήρυξις θέλει διαβιβασθή, δι’ επί τούτου διαγγέλματος της Βουλής εις
την προστάτιδα δύναμιν, όπως διακοινώση αυτήν, και δια των αρμοδίων μέσων μετά
των ετέρων της Ευρώπης Δυνάμεων ενεργήσωσι διά την ταχείαν πραγματοποίησίν της.
(1)
Γεράσιμος Λιβαδάς, Ναθ. Δομενεγίνης, Γεώργιος Τυπάλδος, Φραγκίσκος
Δομενεγίνης, Ηλ. Ζερβός, Ιωσήφ Μομφεράτος, Τηλέμαχος Παϊζης, ΙωάννηςΤυπάλδος,
Άγγ. Σ. Δεσύλλας, Στ. Πυλαρινός, Χριστόπουλος Πομάντης.
ΗΛΙΑΣ ΖΕΡΒΟΣ
(Το πρωτότυπον του ανωτέρω
ψηφίσματος, ευρίσκεται εις τα αρχεία, της Οικογενείας Αναστ. Ζερβού)
Εκ
της Εφημ. Αθήναι. 10/6/1914.
(1) Το ψήφισμα τούτο συνταχθέν και αντιγραφέν υπ’
εμού επροτάθη εν τη 1η Συνόδω της 9ης Βουλής της Επτανήσου υπό των αντιπροσώπων
Ριζοσπαστών. Πλην, ενώ ανεγινώσκετο, διεκόπη αποτόμως η ανάγνωσίς του υπό του
Αρμοστού Ουάρδου δι’ αυθαιρέτου αναβολής της Συνόδου κατά την 26η
Νοεμβρίου 1850, ως τα πάντα ακριβώς αφηγούνται εις τον 22 – 23 αρ. της υπ΄εμού
εκδιδόμενης εφημερίδος ο «Ο
Φιλελεύθερος». Ένεκα δε του εν τη Βουλή διεγερθέντος τότε θορύβου και της
αναστατώσεως, αι υπογραφαί των Ριζοσπαστών, ως εσπευσμέναι, είνε και
κακογραμμέναι και δυσανάγνωστοι.
Αλλά καθώς δεν συμβιβάζεται το πυρ με το ύδωρ, η ζωή με
το θάνατο, η δικαιοσύνη με την αδικία, η αλήθεια με το ψεύδος, η δουλεία με την
ελευθερία, ούτω αδύνατον είναι να συνυπάρχωσι η ελευθεροτυπία με την υψηλή
αστυνομία, η ελευθέρα βουλή με γερουσία διφυή, ανώμαλο και ετερογενή, με
εκτελεστικό ανεύθυνο και ετεροκίνητο….
Κάτοικοι της Επτανήσου, εγέρθητε, εγέρθητε από τον πολυχρόνιο λήθαργό σας. Ήδη
ο αγών περί πάντων!!
ΑΝΩΝΥΜΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ
Είμαστε Έλληνες! Γιατί ποτέ δεν μας συμφέρει να χωριζόμαστε
από το έθνος μας. Και όποιος δεν θέλει να μας εγνωρίζει για Έλληνες, ας έρθει
και μάλιστα εις τα χωριά μας να μάθει ποια είναι η γλώσσα μας και τα ήθη μας
και τι αξίζουμε εμείς οι χωριάτες.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΑΤΣΕΑΣ
Είμεθα εις εντελεστέραν άγνοιαν των του κόσμου… Ευρισκόμεθα
εις φυσικόν και ηθικός βασανιστήριον… Ερρίφθημεν εις την έρημον σχεδόν μικράν νήσον…. Ως και οι στεναγμοί μας
αυτοί πρέπει να πνίγωνται εις τα στήθη μας ή να αντιχώσι μόνον εις τους
βράχους…. Να μη ταράξωμεν την κοινήν ησυχίαν. Να μη είμεθα πολέμιοι της
Κυβερνήσεως. Να μη αναμιγνυώμεθα δι’ έν έτος εις τα της Κυβερνήσεως. Ας
υποσχεθώμεν αυτά εν λόγωτιμής, θέλομεν απελευθερωθεί…. Απερρίψαμεν τας
προτάσεις αυτάς και επροτιμήσαμεν να είμεθα εις τους ονύχας των Κερβέρων…. παρά
να μολύνωμεν τον χαρακτήρα μας και να ζημιώσωμεν την πατρίδα μας….
ΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΩΝ
Τα πάντα ευτυχώς προμηνύουσι την προσεγγίζουσαν οριστικήν
από προσώπου της γης εξαφάνισιν της τυραννίας και των τυράννων και την
απελευθέρωσιν και την ανάπλασιν των υπό τα δεσμά της δουλείας πικρώς ήδη
στεναζόντων λαών.
ΙΩΣΗΦ ΜΟΜΦΕΡΑΤΟΥ
Κάθε
μοσχοβολιά και κάθε χρώμα
Κάθε
πουλιού κελάϊδημα ξυπνάει
Πόθο
στα φυλλικάρδια μου κι’ ελπίδα.
Να
σου φιλήσω τα’ Άγιο χώμα
Να
ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη
Όμορφή
μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
«Όπου ξένος βασιλεύει, και δή
μετ ‘ απολύτου εξουσίας, τα πάντα
ψεύδος εισί και σκιά. Ο νόμος εκεί
ενέδρα, η δικαιοσύνη σκευωρία, η
αρετή έγκλημα, η Πατρίς κενόν όνομα
και αυτή η οικογένεια, πηγή πικριών
και οδύνης. Εις την εθνικήν όθεν
αποκατάστασιν δέον να αποβλέπη
Ο Ιόνιος Λαός ως εις τέρμα των συμφορών».
(Απόσπασμα
από το γράμμα του Ριζοσπάστη αγωνιστή από την Κεφαλονιά Ηλία Ζερβού –
Ιακωβάτου, βουλευτού, της Ιονίου Βουλής, που έστειλε στη γυναίκα του από το
νησάκι Οθωνοί στα βόρεια της Κέρκυρας, όπου τον είχαν εξορίσει οι Άγγλοι).
Όσοι το χάλκεον χέρι
Βαρύ του φόβου αισθάνονται
Ζυγόν δουλείας άς έχωσι.
Θέλει αρετήν και τόλμην
Η Ελευθερία.
Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος έπνιξε
και πνίγει τους Λαούς σας
πάλε και ακόμα.
Και τώρα εις προστασίαν μας
Τα χέρια σας απλώνετε!
Τραβήξετέ τα οπίσω
Βλέπει ο Θεός και αστράπτει
Δια τους πανούργους.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδριωμένη
Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά.
Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια
Του Ιονίου τα νησιά
Και εσηκώσανε τα χέρια
Για να δείξουνε χαρά.
Μ’ όλον που είναι αλυσωμένα
Το καθένα τεχνικά
Και εις τι μέτωπο γραμμένο
Έχει: Ψ ε ύ τ ρ α
Ε λ ε υ θ ε ρ ι ά.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ
Εφτάνησα βράχοι χρυσοί
του Ιονικού πελάγου,
θεία δύναμη σας ταίριασε
με τέχνη σοφού Μάγου,
όταν σεισμός εμέριασε
ξάφνου της γης τα στήθη
κι απ’ του νερού τα βύθη
βγήκατε στη ζωή.
Βενετοί, Γάλλοι, Βρεταννοί
σαν γύπες πεινασμένοι
τα σπλάχνα σου ξεσκίσανε,
αλλά και σκλαβωμένη
ποτέ δεν σ’ εκερδίσανε,
γιατί, Ομορφιά Νικήτρα,
της Μοίρας κυβερνήτρα
νικάς το Νικητή.
Ζακυνθινοί τραγουδιστές,
άξιοι Κεφαλονίτες
και Παξινοί καλόκαρδοι,
λεβέντες Λευκαδίτες,
Κορφιάτες ερωτόκαρδοι,
ναύτες Θιακοί, παρθένες
Κυθήριες – μαγεμένες
Κι’ ανήσυχες ψυχές…
Εφτά Νησιά, ποιος μυστικός
ρυθμός θα τραγουδήσει
τη δόξα σας? Αντίλαλος
αρχαίος ας ξαναζήσει,
να’ ναι σκοπός βαθύλαλος
σε Ονείρου Πολιτεία,
στην αιώνιαν αρμονία
σαν ύμνος Ορφικός.
ΜΑΡΙΝΟΣ
ΣΙΓΟΥΡΟΣ


