Επείγον ζήτημα η ανακούφιση της λαϊκής οικογένειας από τα χρέη.ΚΑΜΕΡΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΑΚΗΣ ΒΟΥΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ |
![]() |
ΑΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΙ ΜΑΣ ΔΗΛΩΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ |
Συνέντευξη Τύπου για να παρουσιάσει την πρόταση νόμου την οποία κατέθεσε την περασμένη Παρασκευή η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ για την ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών από τα δάνεια στις τράπεζες, έδωσε η Νομαρχιακή Επιτροπή του ΚΚΕ Κεφαλονιάς και Ιθάκης στα γραφεία του κόμματος. Στη συνέντευξη παραβρέθηκαν η Γραμματέας της Ν.Ε του ΚΚΕ Κεφ/νιάς και Ιθάκης . Αγ. Τσώλου και ο Περιφερειακός Σύμβουλος Δημ. Μαντζουράτος.
Στη συνέντευξη τονίστηκαν τα εξής:
Τα δάνεια τα οποία σήμερα δυσκολεύονται να καταβάλλουν, έχουν συναφθεί εδώ και αρκετά χρόνια, την περίοδο που δεν υπήρχε κρίση. Υπήρχε σημαντική καπιταλιστική ανάπτυξη όπως λέμε εμείς με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το πραγματικό εισόδημα άρχισε να μειώνεται όταν είχαμε και ονομαστικές αυξήσεις 77 λεπτά την ημέρα που χειροκρότησαν ο κ. Παπανδρέου και ο κ. Καραμανλής.
Οι τράπεζες διευκόλυναν σε δάνεια, γιατί είχαν υπερσυσσωρευμένο χρήμα. Λίμναζε το χρήμα στις τράπεζες και έτσι έδιναν εύκολα δάνεια με σχετικά καλύτερους όρους απ’ ό,τι σήμερα και είχαμε αυτήν την υπερχρέωση των νοικοκυριών. Ομως, το 2008, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Τράπεζας της Ελλάδας οι δανειολήπτες που δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις, τα χρέη τους, ήταν 5% και 5,3% ήταν τα στεγαστικά. Σήμερα, πάλι με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 15% από τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά δεν μπορεί να πληρώσει τις δόσεις και το 14% αφορά στεγαστικά δάνεια. Το λέμε αυτό γιατί έχουμε ακούσει πολλά.

Κάτω, λοιπόν, από αυτήν την κατάσταση ξεκινάμε με το εξής κριτήριο: Να διαγραφούν οι τόκοι. Και μάλιστα στο βαθμό που έχουν μπει πάνω στο κεφάλαιο και έχει δημιουργηθεί νέο κεφάλαιο από τους τόκους, και αυτοί οι τόκοι να διαγραφούν, να μείνει δηλαδή μόνο το καθαρό ποσό δανεισμού. Δεύτερο. Για οικογένειες που έχουν ετήσιο εισόδημα 40.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 5.000 ευρώ (για κάθε παιδί), να διαγραφεί κατά το 50% και το άλλο 50%, εφόσον συνεχίζεται η οικονομική κρίση και όλες οι συνέπειές της, να μην προσαυξάνεται με τόκους.
Παίρνουμε, επίσης, ως βάση τους αυτοαπασχολούμενους. Αυτοί έχουν κάνει κυρίως επαγγελματικά δάνεια και ζητάμε τα ίδια για τους τόκους και τη διαγραφή του 30%. Το ίδιο ζητάμε για αγροτοκτηνοτρόφους, για αλιείς, για όλους εκείνους που ασχολούνται με τη γεωργική, τη φυτική παραγωγή, το ψάρεμα κ.λπ. Ολους όσοι ασχολούνται με αυτόν τον πρωτογενή τομέα.
Εμείς δε δεχόμαστε την τοποθέτηση ότι η δανειακή συνθήκη δεν τα προβλέπει, η Κεντρική Τράπεζα δεν το θέλει, ξεκινώντας από το ότι υπερχρεώθηκαν τα νοικοκυριά την περίοδο πριν από την κρίση, γιατί δεν τους έφταναν τα χρήματα, για να έχουν στέγη ή οτιδήποτε άλλο. Δε δεχόμαστε, λοιπόν, αυτήν την τοποθέτηση, όπως δε δεχόμαστε βεβαίως και γενικότερα όλα τα “κουρέματα”, τα οποία έγιναν και τις μειώσεις μισθών. Το θέμα είναι επείγον, είναι επιτακτικό και σε τελευταία ανάλυση αυτός που δεν έχει να πληρώσει δεν θα πληρώσει. Δεν δεχόμαστε βεβαίως να τους αρπάζουν το σπίτι, τις οικοσκευές κ.λπ.
Αυτή είναι η θέση μας και τώρα και μετά τις εκλογές θα συνεχίσουμε, πέρα από το γενικότερο πολιτικό αγώνα που διεξάγουμε να παλεύουμε και για πολύ συγκεκριμένα προβλήματα και να ασκούμε πίεση – κυρίως η πίεση έχει σημασία έξω από τη Βουλή – για την αντιμετώπισή τους».

Στην πρόταση νόμου του ΚΚΕ, περιλαμβάνονται τα εξής:
Τα μέτρα που προβλέπει η πρόταση νόμου, αφορούν οικογένειες με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα μέχρι 40.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 5.000 ευρώ για κάθε παιδί, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις της πρότασης νόμου.
Ως οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα για τις ανάγκες της πρότασης νόμου ορίζονται οι οφειλές από κάθε μορφής δάνειο, καθώς και οι οφειλές από πιστωτικές κάρτες.
Από την οφειλή των λαϊκών νοικοκυριών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της πρότασης νόμου, διαγράφεται το σύνολο των κάθε μορφής τόκων που έχουν γεννηθεί μέχρι την πιο πάνω στιγμή.
Από το συνολικό ποσό των οφειλών των λαϊκών νοικοκυριών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως διαμορφώνονται μετά τη διαγραφή των τόκων, διαγράφεται κάθε ποσό που αντιστοιχεί σε τυχόν πραγματοποιηθέντα ανατοκισμό και κεφαλαιοποίηση κάθε μορφής τόκων.
Από τις οφειλές των λαϊκών νοικοκυριών προς τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως αυτές διαμορφώνονται μετά την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διαγράφεται ποσό που αντιστοιχεί στο 50% αυτών, εφόσον το ύψος των δανείων δεν ξεπερνά τις 200.000 ευρώ για στεγαστικά δάνεια, τις 30.000 ευρώ για καταναλωτικά και τις 20.000 ευρώ για τις πιστωτικές κάρτες.
Οι οφειλές των λαϊκών νοικοκυριών προς τα πιστωτικά ιδρύματα που απομένουν μετά τις παραπάνω διαγραφές, παύουν να γεννούν τόκους για όσο διάστημα διαρκεί η οικονομική κρίση.
Αναστέλλεται η πληρωμή, για όσο διάστημα διαρκεί η οικονομική κρίση, των οφειλών που παραμένουν – μετά το σύνολο των διαγραφών που περιγράφονται παραπάνω – προς τα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον αυτές αφορούν ανέργους.
Οι οφειλές των ΕΒΕ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες αφορούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, όπως αυτές διαμορφώνονται μετά την εφαρμογή όλων των παραπάνω διαγραφών, μειώνονται σε ποσοστό 30% εάν διατηρούν την επιχείρησή τους και κατά 50% εάν την έχουν κλείσει και είναι άνεργοι και για ύψος δανείων μέχρι 300.000 ευρώ.
Αντίστοιχα, οι οφειλές των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων και ψαράδων προς τα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες αφορούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα, μειώνονται σε ποσοστό 30% και για ύψος δανείων μέχρι 300.000 ευρώ.
Με ευθύνη του κράτους διασφαλίζεται η παροχή από τα πιστωτικά ιδρύματα άτοκων καλλιεργητικών δανείων σε μικρούς και μεσαίους αγρότες και κτηνοτρόφους για να ανταποκριθούν στην αγορά καλλιεργητικών εφοδίων για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο.
Από την έναρξη ισχύος της πρότασης νόμου, παύει αυτοδίκαια οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης ή άλλο αναγκαστικό μέτρο εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων σε βάρος των λαϊκών οικογενειών, των ανέργων, των αυτοαπασχολούμενων, των μικρών ΕΒΕ, των αγροτοκτηνοτρόφων και των ψαράδων, για οφειλές που το ύψος τους έχει υπολογιστεί, είτε συμβατικά είτε άλλως πώς, με τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις της πρότασης νόμου.